Πρεσβυωπία

Η πρεσβυωπία συμπεριλαμβάνεται στις διαθλαστικές ανωμαλίες (υπερμετρωπία, μυωπία, αστιγματισμός), ωστόσο, είναι μία ανωμαλία κατά την οποία παρουσιάζεται δυσκολία στην κοντινή όραση που δεν έχει σχέση με το σχήμα του ματιού, αλλά με τη σταδιακή απώλεια της ελαστικότητας του κρυσταλλοειδή φακού και του ακτινωτού μυός με την πάροδο της ηλικίας. Είναι μία φυσιολογική εξέλιξη του οπτικού συστήματος.

Γράφει η Ανθή Σελένη, Οπτομέτρης στο Οφθαλμολογικό Αθηνών, απόφοιτος του τμήματος Οπτικής-Οπτομετρίας ΑΤΕΙ Αθηνών

Ο φακός του ματιού στα νέα άτομα είναι ελαστικός και εύπλαστος, με αποτέλεσμα κατά τη διαδικασία της προσαρμογής να μεταβάλλει εύκολα το σχήμα του. Ο κρυσταλλοειδής φακός με το πέρασμα των χρόνων σκληραίνει και σε συνδυασμό με την απώλεια της ελαστικότητας του ακτινωτού μυός και των ινών της Ζιννείου ζώνης δυσκολεύουν τη μεταβολή του σχήματος του φακού, με συνέπεια να μειώνεται το εύρος προσαρμογής. 

Ο μηχανισμός της προσαρμογής
Στους ενήλικες, ο φακός έχει διάμετρο 10mm και πάχος 4mm περίπου. Ένας εμμέτρωπας, στην κατάσταση ηρεμίας, για να παρατηρήσει ένα μακρινό αντικείμενο (πάνω από έξι μέτρα) και να σχηματιστεί το είδωλο πάνω στον αμφιβληστροειδή, χρειάζεται περίπου στις 64 διοπτρίες. Η παρατήρηση των κοντινών αντικειμένων είναι μεταξύ 25cm με 50cm. Ο φακός συνεισφέρει περίπου τις 15 διοπτρίες (1/3 διαθλαστικής ικανότητας). Ο φακός μπορεί να μεταβάλλει τη διοπτρική του δύναμη, επιτρέποντας τόσο τα κοντινά όσο και τα μακρινά αντικείμενα να εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή. Αυτό επιτυγχάνεται με το μηχανισμό της προσαρμογής, όπου παρατηρείται μεταβολή στην καμπυλότητα της πρόσθιας επιφάνεια του φακού και την οπτικής ισχύς. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων μειώνεται το εύρος προσαρμογής, με κατάληξη στην πρεσβυωπία.
Όταν ο οφθαλμός βρίσκεται σε ηρεμία, το ελαστικό περιφάκιο του φακού είναι υπό πίεση, διατηρώντας το φακό σε σφαιροειδές σχήμα. Κατά την προσαρμογή, ο ακτινωτός μυς συστέλλεται, ενώ ο χοριοειδής και το ακτινωτό σώμα τείνουν προς τα μπρος, μειώνοντας έτσι την πίεση που ασκείται στις ίνες της Ζιννείου ζώνης.  Όλη αυτή η κίνηση οδηγεί στη χαλάρωση της πίεσης του περιφάκιου, κάνοντας τον ελαστικό φακό του οφθαλμού πιο κυρτό, αυξάνοντας έτσι τη διαθλαστική ισχύ του. Την ίδια στιγμή, η κόρη συστέλλεται και μόνο οι κεντρικές παράλληλες  ακτίνες εισέρχονται στον αμφιβληστροειδή.

Συμπτώματα της Πρεσβυωπίας
Όλο και περισσότερα άτομα από το πέρας της ηλικίας των 40 ετών αρχίζουν και
παραπονιούνται για αδυναμία στην ευδιάκριτη παρατήρηση των κοντινών αντικειμένων, δυσκολία στην ανάγνωση σε μία κανονική απόσταση ανάγνωσης (=25cm), απομακρύνοντας τα αντικείμενα με τη βοήθεια των χεριών τους για την ευκρινή εστίασή τους. Τα παραπάνω συμπτώματα, όπως και η παρουσία συχνών πονοκεφάλων ύστερα από παρατεταμένη κοντινή εργασία, είναι τα αρχικά στάδια της πρεσβυωπίας που προκύπτουν καθώς μειώνεται το εύρος της προσαρμογής.
Παρότι η πρεσβυωπία είναι φυσιολογική εξέλιξη του οφθαλμού και εμφανίζεται σε όλα τα άτομα από την ηλικία των 40 περίπου, δεν τους επηρεάζει όλους στον ίδιο βαθμό.
Ένας ασθενής ο οποίος είναι μύωπας από νεαρή ηλικία (μικρού βαθμού μυωπία) αφαιρώντας τα μακρινά του γυαλιά μπορεί να διαβάζει ή να παρατηρεί κοντινά αντικείμενα χωρίς διόρθωση για την πρεσβυωπία του. Ένας εμμέτρωπας που δεν παρουσιάζει κάποια διαθλαστική ανωμαλία από νεαρή ηλικία, διατηρεί τη φυσιολογική μακρινή του όραση, αλλά λόγω της μείωσης της προσαρμογής μπορεί να έχει ικανοποιητική κοντινή όραση για κοντινές εργασίες που δεν χρειάζονται παρατεταμένη παρατήρηση. Όμως όταν, για παράδειγμα, χρειάζονται δραστηριότητες όπως η ανάγνωση κάποιου βιβλίου, τότε είναι αναγκαία η χρήση διορθωτικών μέσων.

Στην περίπτωση που κάποιος ασθενής παρουσιάζει υπερμετρωπία από τη νεαρή του ηλικία, ως πρεσβύωπας είναι αυτός που αντιμετωπίζει και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κοντινή εστίαση των αντικειμένων. Οι υπερμέτρωπες είναι και αυτοί που θα χρειαστούν νωρίτερα διόρθωση της πρεσβυωπίας, σε σχέση με τους μύωπες και τους εμμέτρωπες, λόγω της μείωσης της προσαρμογής.
Η διάγνωση της πρεσβυωπίας γίνεται με μία πλήρη οφθαλμολογική εξέταση από οφθαλμίατρο ή οπτομέτρη. Παρά το ότι έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για τη θεραπεία της πρεσβυωπίας, δεν υπάρχει ακόμα μακροπρόθεσμη αποτελεσματική λύση αποκατάστασης της φυσιολογικής κοντινής και μακρινής όρασης με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο όπως σε ένα νεαρό άτομο με τις ήδη υπάρχουσες διαθλαστικές επεμβάσεις. Η οπτική διόρθωση της πρεσβυωπίας γίνεται:
α) με μονοεστιακούς θετικούς οφθαλμικούς φακούς, για άτομα που κυρίως δεν παρουσιάζουν κάποια άλλη διαθλαστική ανωμαλία, έχοντας καλή μακρινή όραση και χρησιμοποιώντας περιστασιακά τα κοντινά-πρεσβυωπικά γυαλιά.
β) με πολυεστιακούς ή διπλεστιακούς οφθαλμικούς φακούς, όταν συνοδεύεται και από κάποια άλλη διαθλαστική ανωμαλία, ενσωματώνοντας στα ήδη μακρινά γυαλιά οράσεως τη διορθωμένη κοντινή συνταγή.
γ) με μονοεστιακούς μαλακούς φακούς όπου ο φακός του ενός ματιού μπορεί να συνταγογραφηθεί για κοντινή όραση, διατηρώντας τον άλλο με τη διορθωμένη μακρινή όραση ή με πολυεστιακούς μαλακούς φακούς επαφής που έχουν ήδη ενσωματωμένο το addition για τη διόρθωση της κοντινής όρασης.
δ) χειρουργικά με την τοποθέτηση πολυεστιακών ή προσαρμοστικών ενδοφακών εντός του οφθαλμού στη θέση του φυσικού κρυσταλλοειδή φακού, ο οποίος αφαιρείται ή με την τοποθέτηση φακού εντός του κερατοειδή (ενδοκερατικοί φακοί), μέθοδοι που συχνά εξελίσσονται για τη διόρθωση της πρεσβυωπίας, και τέλος ε) με monovision διόρθωση μέσω διαθλαστικών επεμβάσεων με λέιζερ ή λειρουργικά, κατά την οποία το επικρατές μάτι έχει πλήρη διόρθωση (εμμετρωπικός οφθαλμός), ενώ το μη επικρατές μάτι γίνεται ελαφρά μυωπικό (-0,50 D με -1,00 D μυωπία συνήθως). Η συγκεκριμένη τεχνική βοηθά διόφθαλμα ο ασθενής να βλέπει με τον εμμετρωπικό οφθαλμό μακριά και με το μυωπικό οφθαλμό τα κοντινά αντικείμενα. Οι παραπάνω τεχνικές διόρθωσης της πρεσβυωπίας βελτιώνονται επιπλέον με τη χρήση καλού φωτισμού κατά την κοντινή εργασία.
Η πρεσβυωπία είναι μία φυσιολογική εξέλιξη του οπτικού συστήματος, που με την πάροδο της ηλικίας εξελίσσεται και παρά τις συχνές προσπάθειες για την οριστική διόρθωσή της με χειρουργικά μέσα ή διαθλαστικές επεμβάσεις με λέιζερ δεν έχει βρεθεί  οριστική λύση, συνεχίζοντας τις προσπάθειες για την οριστική της επίλυση.

 

Βιβλιογραφία:
Δαμανάκης Α.Γ.: (2011) «Διάθλαση» εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδης Α.Ε Φωτεινάκης Β., Πατέρας Ε., Χανδρινός Αρ.: (2000), «Κλινική Διάθλαση», Ίων εκδόσεις Έλλην Bateerbury M. , Bowling B, Murphy C.: «Οφθαλμολογία» επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Γαρταγάνης Σ. (2009) , επιστημονικές εκδόσεις Παρισιανού Κατσούλος Κ., Ασημέλλης Γ.: (2008), «Η σύγχρονη διαθλαστική εξέταση», Εκδόσεις Σύγχρονη Γνώση
Share with your friends
Tags: