Όραση και Οδήγηση: Βασικές πληροφορίες για την οδική ασφάλεια 

Η όραση είναι απαραίτητη αίσθηση για την οδήγηση. Τις τελευταίες δεκαετίες, πολυάριθμες μελέτες έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της ποιότητας της όρασης και των αποτελεσμάτων οδήγησης, με στόχο να κατανοηθεί ο ρόλος των διαταραχών της, ο αντίκτυπος στην οδική ασφάλεια και ο εντοπισμός κατάλληλων δοκιμασιών για τον έλεγχο της επάρκειας ικανότητας. 

Γράφει η Μαριάνθη Χειρίδου, Οπτικός – Οπτομέτρης 

Ωστόσο, οι κλινικές δοκιμές της όρασης που πρέπει να περιλαμβάνονται στα πρότυπα χορήγησης της άδειας οδήγησης καθώς και τα επίπεδα όρασης που διασφαλίζουν την ασφαλή οδήγηση, δεν έχουν προσδιοριστεί και εξακολουθούν να αποτελούν το επίκεντρο συνεχιζόμενης έρευνας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα της διαδικασίας της οδήγησης η οποία στηρίζεται στην ενσωμάτωση ενός εύρους οπτικών, αισθητικών και γνωστικών δεξιοτήτων.[1] 

Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της όρασης και οδήγησης καθώς και του μηχανισμού με τον οποίο η επιδείνωση της όρασης μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του οδηγού, αντικατοπτρίζονται κυρίως στους οδηγούς μεγαλύτερης ηλικίας. Οι μεγαλύτεροι οδηγοί αποτελούν μια σταθερά αναπτυσσόμενη μερίδα του πληθυσμού οδήγησης, με συνέπεια περισσότερους οδηγούς με προβλήματα όρασης, εξαιτίας των φυσιολογικών εκφυλιστικών αλλαγών της όρασης που σχετίζονται με την ηλικία και την αυξημένη συχνότητα πρόσθετων διαταραχών που επιδρούν στη ποιότητα της όρασης.[2,3] 

Η αύξηση του πληθυσμού των οδηγών με προβλήματα όρασης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οδική ασφάλεια, καθώς τα ποσοστά ζημιογόνων ατυχημάτων είναι υψηλότερα σε αυτές τις ομάδες, και συνηθέστερα αφορούν διασταυρώσεις, στροφές και αποτυχία έγκαιρης παραχώρησης της προτεραιότητας.[1] Η αξιολόγηση της όρασης και η θέσπιση αυστηρότερων κριτηρίων επάρκειας για την οδήγηση είναι ζωτικής σημασίας κυρίως για τους οδηγούς μεγαλύτερης ηλικίας, όπου η οδήγηση είναι απαραίτητη για τη μετακίνηση και η στέρηση της άδειας ικανότητας οδήγησης συνδέεται με ταυτόχρονα κοινωνική απομόνωση, κατάθλιψη και πτωχότερη πρόγνωση για τη κατάσταση της υγείας τους.[4-6] Περαιτέρω, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η περιοδική εξέταση αυτών των οδηγών, δεν έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ατυχημάτων, συνεπώς ο έλεγχος θα πρέπει να υποστεί μετατροπές ή και βελτιώσεις.[7] 

Αυτή η ανασκόπηση εστιάζει κυρίως σε μελέτες που αφορούν την απόδοση οδήγησης και τους τρόπους με τους οποίους αξιολογείται ή προσδιορίζεται η ικανότητα οδήγησης.

Οπτικές δεξιότητες και ικανότητα οδήγησης.

Οι οπτικές δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την οδήγηση περιλαμβάνουν:

Οπτική οξύτητα:

Η οπτική οξύτητα είναι ζωτικής σημασίας για την ασφαλή οδήγηση, καθώς επιτρέπει στους οδηγούς να αντιλαμβάνονται καθαρά στο δρόμο, τα αντικείμενα, τις πινακίδες, τους πεζούς και τα άλλα οχήματα. Με την πάροδο της ηλικίας, η οπτική οξύτητα μπορεί να μειωθεί λόγω καταστάσεων όπως ο καταρράκτης, το γλαύκωμα και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, επηρεάζοντας την ικανότητα αντίδρασης σε ξαφνικές αλλαγές ή κινδύνους. Η μειωμένη οπτική οξύτητα μπορεί να οδηγήσει σε:

• Καθυστερημένη αναγνώριση πινακίδων και φωτεινών σημάτων.

• Δυσκολία στην οδήγηση τη νύχτα ή σε χαμηλό φωτισμό.

• Ανεπαρκή εκτίμηση της απόστασης.

Οι τακτικοί έλεγχοι όρασης και οι κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες (π.χ. γυαλιά ή φακοί επαφής) είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της ασφάλειας στην οδήγηση. Μολονότι η οπτική οξύτητα είναι η πιο κοινή δοκιμή όρασης που χρησιμοποιείται για την αδειοδότηση οδηγών παγκοσμίως, φαίνεται ότι από μόνη της δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη για την ασφάλεια στην οδήγηση, κυρίως επειδή οι σχέσεις μεταξύ οπτικής οξύτητας και κινδύνου ατυχημάτων είναι γενικά αδύναμες.[1,8-11] Σε προσομοιώσεις με μειωμένη οπτική οξύτητα (π.χ. 20/40 και κάτω), μειώθηκαν οι επιδόσεις στην ανίχνευση πινακίδων και στην αποφυγή κινδύνων, ενώ η ικανότητα διατήρησης πορείας επηρεάστηκε μόνο όταν η οπτική οξύτητα έπεσε στο 20/100 ή και χαμηλότερα.[12,13] Παρά το γεγονός ότι η οπτική οξύτητα δεν καλύπτει όλες τις οπτικές απαιτήσεις της οδικής ασφάλειας, παραμένει η κύρια οπτική προϋπόθεση για την αξιολόγηση της ικανότητας οδήγησης.

Περιφερική όραση:

Τα οπτικά πεδία θεωρούνται σημαντικά για την ασφαλή οδήγηση και περιλαμβάνονται στις προϋποθέσεις για την άδεια οδήγησης σε πολλές χώρες. Ωστόσο, η ακριβής έκταση των οπτικών πεδίων που απαιτείται για την ασφαλή οδήγηση αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των ερευνητών, λόγω αντιφατικών ευρημάτων και διαφορετικών μεθόδων αξιολόγησης ή ταξινόμησης της απώλειας πεδίου.[14,15] Σε μελέτες με οδηγούς με πραγματική απώλεια όρασης, οι στατικές και κινητικές απώλειες του πεδίου, δε συσχετίστηκαν σημαντικά με τη συνολική επίδοση της οδήγησης.[16,17] Περαιτέρω, η βαριά απώλεια πεδίου στο «καλύτερο μάτι», επίσης δε συσχετίστηκε με τη συνολική ασφάλεια στην οδήγηση.[18] Οι οδηγοί με ημιανοπικές ή τεταρτημοριακές απώλειες πεδίου θεωρούνται πιθανότερο να μην οδηγούν με ασφάλεια, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις, η ικανότητα οδήγησής αξιολογήθηκε ως εξίσου ασφαλής με εκείνη συνομηλίκων οδηγών δίχως απώλειες πεδίων.[19] Αυτό συμβαίνει διότι οι απώλειες πεδίου μπορούν να αντισταθμίζονται από τις αυξημένες κινήσεις των ματιών και της κεφαλής, ελαττώνοντας το σφάλμα της όρασης και βελτιώνοντας έτσι την απόδοση της οδήγησης.[20,21] Άρα, τα οπτικά πεδία είναι κρίσιμα για την οδήγηση, αλλά η συσχέτισή τους με την ασφάλεια  δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Ορισμένοι οδηγοί με απώλειες πεδίου μπορούν να οδηγήσουν με ασφάλεια χάρη σε αντισταθμιστικές στρατηγικές, γεγονός που περιπλέκει τον καθορισμό ενιαίων προτύπων για την αξιολόγηση της όρασης κατά τη χορήγηση της άδειας οδήγησης. 

Ευαισθησία αντίθεσης:
Σημαίνει την ικανότητα διάκρισης αντικειμένων από το περιβάλλον τους, και είναι ιδιαίτερα σημαντική σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ή ομίχλης. Θεωρείται πιο αντιπροσωπευτική για την κεντρική όραση στην οδήγηση συγκριτικά με την οπτική οξύτητα, επειδή το οδικό περιβάλλον περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα αντίθεσης. Παρά τη σημασία της, δεν περιλαμβάνεται ακόμα στα πρότυπα αδειοδότησης. Η ευαισθησία αντίθεσης φαίνεται πως συνδέεται ισχυρά με την απόδοση στην οδήγηση, ιδιαίτερα σε άτομα με προβλήματα όρασης, όπως ο καταρράκτης. Μελέτες έδειξαν βελτιώσεις στην οδήγηση μετά από χειρουργική αφαίρεση καταρράκτη, κυρίως σε συνάρτηση με τη βελτιωμένη ευαισθησία αντίθεσης, συγκριτικά με άλλες παραμέτρους, όπως την ευαισθησία στο έντονο φως ή την οπτική οξύτητα.[22,23] Επιπλέον, η μειωμένη ευαισθησία αντίθεσης συσχετίστηκε με αυξημένα γεγονότα απότομου φρεναρίσματος, υποδηλώνοντας υψηλότερο κίνδυνο για ηλικιωμένους οδηγούς.[24-26] Η ευαισθησία αντίθεσης φαίνεται να είναι πιο αξιόπιστος δείκτης από την τυπική οπτική οξύτητα, για την αξιολόγηση της οπτικής λειτουργίας στην οδήγηση, ιδιαίτερα για τη νυχτερινή οδήγηση. Επομένως, θα μπορούσε να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη βελτίωση των προτύπων αδειοδότησης των οδηγών. 

Ευαισθησία στην κίνηση: 

Η ευαισθησία στην κίνηση θεωρείται σημαντική για την οδήγηση, δεδομένου του δυναμικού χαρακτήρα του οδικού περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει την κίνηση άλλων οχημάτων στο δρόμο. Μετρήσεις της ευαισθησίας στην κίνηση, όπως η ανίχνευση της ταχύτητας, ο υπολογισμός του χρόνου για την αποφυγή σύγκρουσης και η κατεύθυνση της κίνησης, σχετίζονται με αναφερόμενες δυσκολίες στην οδήγηση.[27] Σε μελέτες ηλικιωμένων οδηγών, η ελάχιστη μετατόπισης της κίνησης (Motion Displacement Threshold, Dmin) ήταν ο ισχυρότερος οπτικός δείκτης για την πρόβλεψη της ασφάλειας οδήγησης, με ευαισθησία 91% και ειδικότητα 71%.[28] Επίσης, ήταν σημαντικός προγνωστικός παράγο- ντας για την αναγνώριση πεζών τη νύχτα και τη συνολική απόδοση οδήγησης τη νύχτα, ανεξάρτητα από την ηλικία. [29] Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες και επιπλέον δοκιμές ευαισθησίας στην κίνηση για την πλήρη κατανόηση του ρόλου αυτής της παραμέτρου στην οδήγηση. 

Αντίληψη βάθους:
Η διόφθαλμη όραση επηρεάζει την οδική ασφάλεια, κυρίως κατά τη προσπέραση ή το παρκάρισμα, καθώς διάφορες μελέτες δείχνουν ότι οι οδηγοί με μειωμένη αντίληψη του βάθους έχουν αυξημένο κίνδυνο ατυχήματος ή πιο σοβαρά ατυχήματα συγκριτικά με τους οδηγούς με φυσιολογική στερεοσκοπική οξύτητα. [30,31] Ωστόσο, άλλες μελέτες δεν επιβεβαίωσαν αυτή συσχέτιση.[32,33] Η διαφορά αυτή πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιες μελέτες επικεντρώνονται στις επιδράσεις της διόφθαλμης όρασης στην ικανότητα του οδηγού κατά την οφθαλμολογική εξέταση, παρά στην επιρροή στην οδική ασφάλεια.

Χρωματική όραση:

Η χρωματική όραση είναι κρίσιμη για την οδήγηση, καθώς επιτρέπει στον οδηγό να ερμηνεύει σωστά τα φωτεινά σήματα (όπως τα φανάρια) και τα οδικά σήματα που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα χρώματα για να μεταδώσουν πληροφορίες ή εντολές (π.χ. κόκκινο για σταμάτημα, πράσινο για εκκίνηση). Μόνο στις ΗΠΑ, τουλάχιστον επτά εκατομμύρια οδηγοί έχουν πρόβλημα με την αντίληψη των χρωμάτων και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν με αξιοπιστία τα κόκκινα και πράσινα φανάρια.[34] Παρά την κοινή παραδοχή των αρχών κυκλοφορίας ότι δεν προκύπτουν σοβαρά προβλήματα με την χρωματική όραση, τα δεδομένα, οι μαρτυρίες των οδηγών με πρόβλημα αντίληψης των χρωμάτων, καθώς και μελέτες υπό ελεγχόμενες συνθήκες αποδεικνύουν το αντίθετο. Υπάρχουν μέτρα ασφαλείας στους φωτεινούς σηματοδότες που μπορούν να προστατέψουν αυτούς τους οδηγούς, όπως επίσης και τα φώτα φρένων στα οχήματα μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να είναι εξίσου αποτελεσματικά για τους οδηγούς με χρωματική ανεπάρκεια.[34]

Νυχτερινή όραση:

Γενικά η νυχτερινή οδήγηση είναι πολύ δυσκολότερη από την οδήγηση κατά τη διάρκεια της ημέρας, και συνεπώς συνδέεται με σαφώς υψηλότερα ποσοστά ατυχημάτων, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν πεζούς. [35-37] Ως εκ τούτου, σε πολλές περιοχές τοποθετείται πρόσθετος φωτισμός στις διαβάσεων των πεζών. Οποιαδήποτε βλάβη σε αυτούς τους τομείς μπορεί να εμποδίσει την ικανότητα του οδηγού να ανταποκρίνεται γρήγορα και κατάλληλα, κάτι που είναι κρίσιμο για την αποφυγή ατυχημάτων. Η οδήγηση με ανεπαρκή όραση αποτελεί αδίκημα σε πολλές χώρες, π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο νόμος περί οδικής κυκλοφορίας (1988) προβλέπει αυστηρές κυρώσεις που περιλαμβάνουν πρόστιμα, ποινικούς πόντους και πιθανή ακύρωση της άδειας οδήγησης, ενώ σε περίπτωση ατυχήματος, ο οδηγός μπορεί να κατηγορηθεί για επικίνδυνη οδήγηση ή ακόμα και ανθρωποκτονία.[38]

Αξιολόγηση της όρασης για την οδήγηση
Στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οι οδηγοί υποχρεούνται να πληρούν συγκεκριμένα πρότυπα όρασης για να αποκτήσουν ή να ανανεώσουν την άδεια οδήγησης. Οι δοκιμασίες όρασης συνήθως αξιολογούν τα κάτωθι:[39]
1. Οπτική οξύτητα με ελάχιστη απαίτηση (π.χ. 6/12 στο ένα ή και στα δύο μάτια). Η μειωμένη οπτική 

οξύτητα στο ένα μάτι θα πρέπει να αντισταθμίζεται από υψηλή οξύτητα στο άλλο. Η οπτική οξύτητα σε περιπτώσεις διαθλαστικών σφαλμάτων λαμβάνεται με διορθωτικά γυαλιά ή φακούς επαφής. Οι ενδοφθάλμιοι 

φακοί δεν θεωρούνται διορθωτικοί φακοί. [39] 

2. Περιφερική όραση για να διασφαλιστεί η αντίληψη του περιβάλλοντος. Το οπτικό πεδίο κάθε ματιού  δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο των 120 μοιρών σε οριζόντιο επίπεδο. Η αρχική εξέταση του πεδίου είναι αδρή και εφόσον διαπιστωθεί διαταραχή ή υπόνοια διαταραχής, ακολουθεί λεπτομερής λήψη του οπτικού πεδίου.[39]

3.Χρωματική όραση: Ο οδηγός ή υποψήφιος οδηγός πρέπει να διακρίνει άνετα τα τρία χρώματα (κόκκινο, 

πράσινο, κίτρινο) ενός τρίχρωμου φανού. Σε περίπτωση μειωμένης αντίληψης των χρωμάτων, επιτρέπεται η αρχική χορήγηση άδειας οδήγησης εφόσον ο υποψήφιος διακρίνει άνετα τα τρία χρώματα ενός τρίχρωμου φανού.[39] 

4.Ευαισθησία αντίθεσης και αντίσταση θάμβωσης, ειδικά για τη νυχτερινή οδήγηση. 

Για άτομα με προβλήματα όρασης, διορθωτικά μέτρα όπως γυαλιά ή φακοί επαφής μπορούν συχνά να συμβάλουν στην τήρηση αυτών των προτύπων. Για διαθλαστικά σφάλματα που χειρουργούνται με τους σύγχρονους επιστημονικούς τρόπους (laser) δύναται να χορηγηθεί άδεια οδήγησης, εφόσον πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις οπτικής οξύτητας.[39] Οι ηλικιωμένοι οδηγοί υποχρεούνται να υποβάλλονται σε τακτικές ιατρικές αξιολογήσεις όρασης προκειμένου να διατηρήσουν την άδεια οδήγησης. Οι οδηγοί 65 ετών και άνω πρέπει να ανανεώνουν την άδειά τους κάθε τρία χρόνια. Η διαδικασία ανανέωσης περιλαμβάνει τα εξής: 

1. Ιατρική εξέταση: Διενεργείται από γενικό ιατρό για την αξιολόγηση της συνολικής υγείας και ικανότητας οδήγησης.
2. Αξιολόγηση όρασης: Πραγματοποιείται από οφθαλμίατρο για την αξιολόγηση της οπτικής οξύτητας, της περιφερειακής όρασης, αντίληψης χρωμάτων και άλλων κρίσιμων παραμέτρων. 

3. Νευρολογικές και ψυχολογικές αξιολογήσεις 

(εάν είναι απαραίτητο) για άτομα με παθήσεις όπως άνοια ή μετά από εγκεφαλικά επεισόδια. 

Οι παραπάνω απαιτήσεις αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι ηλικιωμένοι οδηγοί διατηρούν τις απαραίτητες σωματικές και γνωστικές ικανότητες για να χειρίζονται ένα όχημα με ασφάλεια. Ωστόσο, πολλοί υποστηρίζουν ότι το σύστημα αξιολόγησης επάρκειας μπορεί να μην είναι αρκετά αξιόπιστο, κυρίως επειδή δεν έχει παρατηρηθεί μείωση στη συχνότητα των ατυχημάτων που αφορούν αυτές τις ηλικιακές ομάδες οδηγών.[7] 

Προστασία της όρασης του οδηγού 

Οι οδηγοί όλων των ηλικιών μπορούν να λάβουν προληπτικά μέτρα για τη προστασία και τη διατήρηση της όρασης για τη βέλτιστη ικανότητα και μεγαλύτερη ασφάλεια, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα εξής: 

  • Τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος: όλοι οι ενήλικες συστήνεται να ελέγχουν τα μάτια τους τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια ή συχνότερα εάν παρατηρούν αλλαγές στην όραση τους.
  • Εφαρμογή διορθωτικών φακών: συστήνεται η χρήση συνταγογραφούμενων γυαλιών ή φακών επαφής κατά την οδήγηση, ενώ χρήσιμη είναι η ύπαρξη εφεδρικών γυαλιών στο αυτοκίνητο.
  • Προστασία των ματιών από την ηλιακή ακτινο- βολία: Συστήνονται πολωμένα γυαλιά ηλίου που μειώνουν την αντανάκλαση και προστατεύουν από τις βλαβερές ακτίνες UV που αντανακλούν στο οδόστρωμα.
  • Διαχείριση οφθαλμικών καταστάσεων: συστή- νεται ο σχεδιασμός θεραπείας χρόνιων παθήσεων όπως ο καταρράκτης, το γλαύκωμα ή διαταραχές της όρασης που σχετίζονται με τον διαβήτη.
  • Βελτίωση της νυχτερινής όρασης: συστήνεται η χρήση αντι-ανακλαστικών φακών, ή ειδικών καθρεπτών οχήματος. Επίσης συστήνεται οι προβολείς και το παρμπρίζ του αυτοκινήτου να είναι καθαρά.

Συμπεράσματα

Η όραση παίζει αναντικατάστατο ρόλο στην οδήγηση, επηρεάζοντας κάθε πτυχή της οδικής ασφάλειας. Για τους ηλικιωμένους οδηγούς, η διατήρηση της οπτικής υγείας και η τήρηση των προτύπων ανανέωσης της άδειας ικανότητας οδήγησης είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλειά τη δική τους και των άλλων οδηγών. Παρόλο που η μείωση της όρασης είναι σύμφυτη με την αύξηση της ηλικίας, ο τακτικός περιοδικός έλεγχος, η έγκαιρη διόρθωση των οφθαλμικών παθήσεων και η υιοθέτηση ασφαλών πρακτικών οδήγησης είναι πιθανό να μετριάσουν τις επιπτώσεις της.

Η διαδικασία ανανέωσης της οδικής άδειας στους ηλικιωμένους οδηγούς αντανακλά ταυτόχρονα στη σημασία εξισορρόπησης της οδικής ασφάλειας και τη διατήρηση των ατομικών δικαιωμάτων. Στη χώρα μας, η προοδευτική γήρανση του πληθυσμού, υπενθυμίζει, πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπίζονται οι ανάγκες των ηλικιωμένων οδηγών για κοινωνική ζωή, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι δρόμοι παραμένουν ασφαλείς για όλους. Συνδυάζοντας την ιατρική επίβλεψη, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη κοινωνική υποστήριξη αυτών των ομάδων, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον οδικής ασφάλειας που όμως παράλληλα σέβεται την αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία όλων των ηλικιών.

Share with your friends
Tags: