Η βακτηριακή επιπεφυκίτιδα (Β.Ε) αποτελεί ένα αρκετά συχνά εμφανιζόμενο οφθαλμολογικό πρόβλημα. Είναι μια μη τραυματική, μολυσματική νόσος του επιπεφυκότα και αποτελεί το δεύτερο συχνότερο αίτιο λοιμώδους επιπεφυκίτιδας, με τα ήπια περιστατικά να επιλύονται μέσα σε δύο εβδομάδες.
Γράφουν οι Ιωάννα Μαρία Παπαδημητρίου και Ανδρέας Στέφανος Βικάτος
Προπτυχιακοί φοιτητές κατεύθυνσης Οπτικής & Οπτομετρίας
Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Η Β.Ε. είναι σχετικά σπάνια νόσος της επιφάνειας του οφθαλμού η οποία προκύπτει συνηθέστερα από σταφυλοκοκκική, στρεπτοκοκκική μόλυνση ή λοίμωξη από αιμόφιλο. Σε σπάνια περιστατικά, παθογόνοι οργανισμοί όπως η ναισσέρια της γονορροίας και τα χλαμύδια, μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή.[1] Το περιβάλλον, η διατροφή, το φύλο και η ηλικία φαίνεται πως επηρεάζουν την ομοιόσταση των μικροοργανισμών της οφθαλμικής επιφάνειας. Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι οξείες, αυτοπεριοριζόμενες και δεν αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας. Ωστόσο, λόγω του υψηλού επιπολασμού της, έχει μεγάλο αντίκτυπο στη κοινωνική ζωή και την οικονομία.
Οι χρόνιες και οι υπεροξείες μορφές βακτηριακής επιπεφυκίτιδας, συνήθως οφείλονται σε Chlamydia trachomatis και Neisseria gonorrhoeae αντίστοιχα, και σχετίζονται με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Σ.Μ.Ν.). [1,8]
Τα πιο γνώριμα παθογόνα στους ενήλικες είναι κατά φθίνουσα σειρά ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και ο αιμόφιλος της γρίπης. Αντίστοιχα, στα παιδιά παρατηρείται συνηθέστερα ο αιμόφιλος της γρίπης, ο στρεπτόκοκκος και ύστερα το βακτήριο moraxella.
Βακτηριακή Επιπεφυκίτιδα
Η επιπεφυκίτιδα είναι μια φλεγμονή του επιπεφυκότα του ματιού. Ο επιπεφυκότας είναι η ημιδιαφανής μεμβράνη που καλύπτει τον σκληρό χιτώνα και επενδύει το εσωτερικό των βλεφάρων. Όταν ο επιπεφυκότας παθαίνει κάποια φλεγμονή, παρατηρείται μια διάχυτη ερυθρότητα στην οφθαλμική επιφάνεια. Η επιπεφυκίτιδα είναι μια αρκετά πιθανή και συχνή διάγνωση όταν ένας ασθενής έχει κόκκινα μάτια και εκκρίσεις.
Διακρίνεται συνήθως ανάλογα με την περίοδο έναρξης των συμπτωμάτων της σε: οξεία υπεροξεία, υποξεία και χρόνια. Η λοίμωξη από βακτήρια έχει περίοδο επώασης 1 έως 7 και ιδιαίτερα υψηλή μεταδοτικότητα για 2 έως 7 ημέρες αντίστοιχα. Η μετάδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με άμεση επαφή με κάποιο μολυσμένο άτομο, είτε, σπανιότερα εξαιτίας ανωμάλου πολλαπλασιασμού των τοπικών κυττάρων του επιπεφυκότα. [1]
Ανάλογα με τον τύπο της επιπεφυκίτιδας η εμφάνιση της διαφοροποιείται στους μήνες του χρόνου με την βακτηριακή να έχει κορύφωση ανάμεσα στους μήνες Δεκέμβριο – Απρίλιο, την ιογενή τους μήνες του καλοκαιριού και τέλος την αλλεργική να είναι πιο συχνά εμφανής του μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού. [1,8]
- Τα περιστατικά οξείας βακτηριακής επιπεφυκίτιδας συνήθως σχετίζονται με προσβολή από στα-φυλόκοκκο, ψευδομονάδα και ο αιγυπτιακό αιμόφιλο. [9]
- Η υπεροξεία βακτηριακή επιπεφυκίτιδα παρουσιάζεται μέσα στις πρώτες δώδεκα ώρες μετά τη προσβολή από το παθογόνο οργανισμό και οφείλεται κυρίως στη Ναϊσσέρια της γονόρροιας, του πνευμονικού στρεπτόκοκκου και της Nαϊσσέρια της μηνιγγίτιδας. [9]
- Η υποξεία μορφή σχετίζεται κυρίως με παθογόνα όπως ο αιμόφιλος της γρίπης, η εσερίχια κόλι και το μικρόβιο Πρωτέας. [9]
- Σε περιστατικά χρόνιας βακτηριακής επιπεφυκίτιδας, οι κλινικές ενδείξεις διαρκούν για τουλάχιστον 4 εβδομάδες και εμφανίζουν συχνά υποτροπές. [9]
Τα χλαμύδια αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα μικρών βακτηρίων που απoτελείται απο τρία γένη χλαμυδίων, το c. trachomatis, το c. psittaci και το c. pneumoniae τα οποία προκαλούν νόσους του οφθαλμού. Η χρόνια επιπεφυκίτιδα οφείλεται κατά κύριο λόγο στα Χλαμύδια trachomatis. Τα χλαμύδια αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα μικρών βακτηρίων που αποτελείται από τρία γένη χλαμυδίων το c. trachomatis, το c. psittaci και το c. pneumoniae τα οποία προκαλούν νόσους του οφθαλμού. Η κερατοεπιπεφυκίτιδα από χλαμύδια οφείλεται αποκλειστικά στο c. trachomatis που προκαλεί τρία διακριτά είδη, τα χλαμύδια ενηλίκων, τα χλαμύδια των νεογνών και το τράχωμα.
Η κερατοεπιπεφυκίτιδα από χλαμύδια ενηλίκων αποτελεί σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (Σ.Μ.Ν.) το οποίο προσβάλλει το 5-20% των ενεργών σεξουαλικά νέων στο δυτικό κόσμο και οφείλεται στους ορότυπους D εως K. Η περίοδος επώασης κυμαίνεται μεταξύ 2 και 19 ημερών. [1]
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται η διαγνωστική μέθοδος της PCR η οποία έχει αντικαταστήσει τις κυτταροκαλλιέργειες, έχοντας συγκρίσιμη ευαισθησία 88% και ειδικότητα 100% είτε με ενζυμική ανοσσοαπορόφηση εκκρίσεων του επιπεφυκότα, η ειδική εξέταση επιχρίσματος επιπεφυκότα για χλαμύδια προτιμάται καθώς η απλή καλλιέργεια για βακτήρια δε θα ανιχνεύσει το μικροοργανισμό.
Κατά την εξέταση παρατηρούμε αν υπάρχουν θηλές ή θυλάκια σημαντικά μεγάλου μεγέθους κυρίως στο κάτω κόλπωμα του επιπεφυκότα. Τέλος, απαραίτητη είναι η προσεκτική λήψη ιστορικού σεξουαλικής επαφής και έκθεσης.
Το ~50% των ασθενών με επιπεφυκίτιδα από χλαμύδια πάσχει ταυτόχρονα από λοίμωξη γεννητικών οργάνων.
Οι περισσότερες γυναίκες και το 25% των ανδρών με χλαμυδιακή συστημική νόσο, δεν έχουν συμπτώματα, επομένως πρέπει να παραπεμφθούν σε κλινική αφροδίσια νοσήματα για αναφορά επαφών, εξετάσεις και ιχνηλάτηση. [1,2,5]
Οι χρονίως πάσχοντες, οι ανοσοκατεσταλμενοι ή οι νοσοκομειακοί ασθενείς υπάρχει πιο εύκολα, πιθανότητα να νοσήσουν πιο εύκολα από τα βακτήρια που ευθύνονται για τη χρόνια επιπεφυκίτιδα. Ο Staphylococcus aureus και η Moraxella lacunata μπορούν επίσης να προκαλέσουν χρόνια επιπεφυκίτιδα σε ασθενείς με συνοδό βλεφαρίτιδα.
Οι κακές συνθήκες υγιεινής είναι ένα από τα βασικά αίτια υψηλής μετάδοσης και του αυξημένου κινδύνου μόλυνσης. [8]
Εικόνα Ι. πηγη https://www.wkhs.com/health-resources/wk-health-library/diseasecondition-information/ophthalmology/conjunctivitis-(pink-eye
Πίνακας Ι. [1]
Η ιογενής επιπεφυκίτιδα είναι πολύ πιο συχνή από τη βακτηριακή επιπεφυκίτιδα. Δεν είναι εύκολο να διαφοροποιήσουμε την ιογενή από την βακτηριακή και μπορεί να τις συναντήσουμε να συνυπάρχουν με τη μορφή ιογενούς επιπεφυκίτιδας με βακτηριακή μόλυνση.
Εικόνα ΙΙ. [Κλινική εικόνα Βακτηριακής επιπεφυκίτιδας]
Πίνακας ΙΙ. [1]
Αντιμετώπιση
Η βακτηριακή επιπεφυκίτιδα αποτελεί μια μεταδοτική πάθηση, εξού και οι ασθενείς λαμβάνουν οδηγίες για τη τήρηση σωστής υγιεινής και το πλύσιμο των χεριών.
Η υποστηρικτική θεραπεία για την επιπεφυκίτιδα αποτελείται από κρύες κομπρέσες και τεχνητά δάκρυα δύο με έξι φορές την ημέρα. [2]
Η αντιβιοτική θεραπεία έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη διάρκεια των συμπτωμάτων και οδηγεί σε ταχύτερη κλινική και μικροβιολογική ύφεση, σε σχέση με τα εικονικά αντιβιοτικά, τουλάχιστον κατά τις πρώτες 2-5 ημέρες της θεραπείας σύμφωνα με έρευνα.
Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη μετάδοση της νόσου και τη μείωση των περιστατικών στον πληθυσμό.[2]
Σε μεγάλη μέτα-ανάλυση με 3.673 συμμετέχοντες σε 11 τυχαίες κλινικές δοκιμές, υπήρξε ~10% αυξημένο ποσοστό κλινικής βελτίωσης όσων έλαβαν αντιβιοτικά σε σχέση με όσους αντιμετωπίστηκαν με εικονικό σκεύασμα. Τα τοπικά αντιβιοτικά πρέπει να εφαρμόζονται όταν παρατηρούνται μεγάλες ποσότητες εκκρίσεων, σε χρήστες φ.ε., υποψίας χλαμυδιακής λοίμωξης και ανοσοκατεσταλμένους. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το 60% των περιστατικών οξείας επιπεφυκίτιδας είναι αυτοιάσιμα σε 1-2 εβδομάδες. [1]
Πολλά αντιβιοτικά έχουν αποδειχθεί πως δεν διαφέρουν στην πορεία της θεραπείας των πιο συνηθισμένων περιπτώσεων με αποτέλεσμα η επιλογή του αντιβιοτικού να λαμβάνετε έχοντας βασικά κριτήρια το κόστος και την διαθεσιμότητα τους. [1,8]
Παρακολούθηση
Οι περισσότεροι ασθενείς κατά βάση, τους συνταγγραφούνται αντιβιοτικά και γίνεται επανέλεγχος και παρακολούθηση σε περίπτωση που τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν ή επιδεινωθούν.
Οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με Chlamydia και Neisseria gonorrhoeae θα πρέπει να ενημερώσουν τους συντρόφους και τις σεξουαλικές επαφές τους για τη διάγνωσή τους, καθώς η μετάδοση γίνεται με την σεξουαλική πράξη και χρήζουν άμεσης εξέτασης ώστε να λάβουν την ανάλογη θεραπεία και να αποφευχθεί ή να επιλυθεί η μόλυνση.
Επιδημιολογία
Παγκοσμίως, η οξεία βακτηριακή επιπεφυκίτιδα αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειονότητα όλων των περιπτώσεων βακτηριακής επιπεφυκίτιδας.[2] Η βακτηριακή επιπεφυκίτιδα το 2005 ήταν υπεύθυνη για 1.350 / 100.000 περιστατικα οξείας επιπεφυκίτιδας στις Η.Π.Α. και αποτελεί τη 2η συχνότερη μορφή μολυσματικής επιπεφυκίτιδας, με ποσοστό 50-75% να παρατηρείται σε παιδιά. Ειδικότερα, στις ηνωμένες πολιτείες η λοιμώδης επιπεφυκίτιδα υπολογίζεται πως εμφανίζεται κατά 23% σε ηλικίες 0-2 ετών, 28% σε ηλικίες 2-9 ετών, 13% σε ηλικίες 10-19 ετών και 36% σε ενήλικες. Σε μελέτη του 2005 σε βάθος ενός έτους 4.016.544 επισκέψεις πραγματοποιήθηκαν για βακτηριακή επιπεφυκίτιδα στις Η.Π.Α. με το 56.5% (2.270.208) να είναι γυναίκες και το 43.5% (1.746.276) να είναι άντρες. Περαιτέρω, η ίδια μελέτη παρατήρησε τη γεωγραφική κατανομή αυτού του πληθυσμού. Το 31% ήταν σε νότιες, 28% σε μεσοδυτικές, 23% σε δυτικές και 18% σε βορειοανατολικές. Σχετικά με τη φυλή, παρατηρήθηκε πως το 84% ήταν λευκοί, το 10% ασιάτες, το 5% μαύροι και 1% άλλο. [1]
Στον ανεπτυγμένο κόσμο, τα “κόκκινα μάτια” αντιπροσωπεύουν το 1-4% όλων των επισκέψεων σε ένα γενικό διαγνωστικό κέντρο οφθαλμολογίας και διαγιγνώσκονται συχνότερα ως οξεία βακτηριακή επιπεφυκίτιδα (Dart 1986- McDonnell 1988- Sheikh & Hurwitz 2001- Everitt & Little 2002- Rietveld et al. 2005).
Στη Νορβηγία, έχει προταθεί ότι η οξεία λοιμώδης επιπεφυκίτιδα είναι πιθανό να προσβάλει περίπου 30 στους 1000 ασθενείς σε ένα γενικό ιατρείο και ότι η διάγνωση αυτή φαίνεται να είναι σωστή σε περίπου δύο στις τρεις από αυτές τις περιπτώσεις (Høvding et al. 1991). [2]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό των ασθενών που απευθύνθηκαν για επιπεφυκίτιδα αυξήθηκε από 284 ανά 10.000 το 1981-1982 σε 395 ανά 10.000 το 1991-1992 (McCormick et al. 1995). Η οξεία λοιμώδης επιπεφυκίτιδα αντιπροσωπεύει έως και το 1% των επισκέψεων σε γενικά ιατρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Κάθε χρόνο, ένα στα οκτώ παιδιά εμφανίζει σημεία και συμπτώματα οξείας επιπεφυκίτιδας, ενώ μεταξύ των μικρών παιδιών το 18% συμβουλεύεται τον παθολόγο του τουλάχιστον μία φορά το χρόνο λόγω οξείας επιπεφυκίτιδας (Dart 1986- McDonnell 1988- McCormick et al. 1995). Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι εκθέσεις των Dart (1986) και Buckley (1990) δείχνουν έντονα ότι οι γενικοί ιατροί τείνουν να υπερδιαγιγνώσκουν τη μικροβιακή επιπεφυκίτιδα. [2]
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 236 επαγγελματίες υγεία το 92% ανέφερε ότι μπορεί να αναγνωρίσει μια οξεία επιπεφυκίτιδα αλλά μόλις το 36% ήταν αρκετά σίγουρο ότι μπορεί να διακρίνει αν πρόκειται για οξεία βακτηριακή ή ιογενής επιπεφυκίτιδα. [1]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1. Ανδρόνικος Χρυσανθόπουλος, πτυχιακή εργασία ΄΄ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ΄΄, 2021, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής 2. Høvding G. Acute bacterial conjunctivitis. Acta Ophthalmol. 2008 Feb;86(1):5-17. doi: 10.1111/j.1600-0420.2007.01006.x. Epub 2007 Oct 29. PMID: 17970823. 3. Azari AA, Barney NP. Conjunctivitis: a systematic review of diagnosis and treatment. JAMA. 2013 Oct 23;310(16):1721-9. doi: 10.1001/jama.2013.280318. Erratum in: JAMA. 2014 Jan 1;311(1):95. Dosage error in article text. PMID: 24150468; PMCID: PMC4049531. 4. Kozlova A, Palazzolo L, Michael A. Neisseria sicca: A Rare Cause of Bacterial Conjunctivitis. Am J Case Rep. 2020 Jun 15;21:e923135. doi: 10.12659/AJCR.923135. PMID: 32536685; PMCID: PMC7319073. 5. Chung CW, Cohen EJ. Eye disorders: bacterial conjunctivitis. West J Med. 2000 Sep;173(3):202-5. doi: 10.1136/ewjm.173.3.202. PMID: 10986192; PMCID: PMC1071070. 6. LaMattina K, Thompson L. Pediatric conjunctivitis. Dis Mon. 2014 Jun;60(6):231-8. doi: 10.1016/j.disamonth.2014.03.002. PMID: 24906667. 7. Wickström K. Acute bacterial conjunctivitis–benefits versus risks with antibiotic treatment. Acta Ophthalmol. 2008 Feb;86(1):2-4. doi: 10.1111/j.1600-0420.2007.01110.x. PMID: 18233997. 8. A. Paula Grigorian, MD. Bacterial Conjunctivitis. American Academy of Ophthalmology. 2020 Nov. https://eyewiki.aao.org/Bacterial_Conjunctivitis 9. Timothy L. Jackson (επιστημονική επιμέλεια), Ευαγγελία Παπαβασιλείου, Νικόλαος Γεωργακαράκος (επιμέλεια ελληνικής έκδοσης), ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑΣ MOORFIELDS, UNIVERSITY STUDIO PRESS, 2019, ISBN: 978-960-12-2457-2 10. Adam T. Gerstenblith, Michael P. Rabinowitz, .., επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Φαρμακάκης Νικόλαος, ΕΓΧΕΙΡΊΔΙΟ ΟΦΘΑΛΜΟΥ WILLS 6η έκδοση, εκδόσεις ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ Α. Ε., ΑΘΗΝΑ 2016, ISBN: 978-960-583-086-1 11. Pasquale Aragona M.D., PhD , Christophe Baudouin M.D., PhD, FARVO , Jose M. Benitez del Castillo M.D., PhD , Elisabeth Messmer M.D., FEBO , Stefano Barabino M.D., PhD , Jesus Merayo-Lloves M.D., PhD , Francoise Brignole-Baudouin M.D., PhD , Leandro Inferrera M.D. , Maurizio Rolando M.D. , Rita Mencucci M.D. , Maria Rescigno PhD , Stefano Bonini M.D. , Marc Labetoulle M.D., PhD., The Ocular Microbiome and Microbiota and their Effects on Ocular Surface Pathophysiology and Disorders, Survey of Ophthalmology, (2021), doi: https://doi.org/10.1016/j.survophthal.2021.03.010 12. Amir A. Azari and Amir Arabi, conjunctivitis: a systematic Review, Journal of Ophthalmia and Vision Research, 2020;15: 372-395 13. Antony Pane, Peter Simcock, ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑ – ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΟΠΤΟΜΕΤΡΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GOTSIS, Σεπτέμβριος 2011, ISBN: 978-960-9427-10-4 14. Pippin MM, Le JK, Bacterial Conjunctivitis, 28 DEC 2020
ΕΙΚΟΝΕΣ: [Εικόνα Ι] https://www.wkhs.com/health-resources/wk-health-library/disease-condition-information/ophthalmology/conjunctivitis-(pink-eye [Εικόνα ΙΙ] https://thenjeye.com/eye-infections/conjunctivitis/