Παραπομπή και Ερμηνεία Δεικτών τοπογραφίας κερατοειδούς
Γράφει o Φίλιππος Ραχάλ, Κλινικός Οπτομέτρης
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν στη διάθεση μας διαγνωστικά μέσα με τα οποία μπορούμε να ‘’χαρτογραφούμε’’ τον ανθρώπινο κερατοειδή, ενώ ταυτόχρονα έχει εμπλουτιστεί το γνωστικό επίπεδο αναφορικά με τον κερατοειδικό ιστό.
Είναι σημαντικό να μπορούμε να ερμηνεύσουμε μια τοπογραφία κερατοειδούς. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό το να εντοπίζουμε και να παραπέμπουμε, για πρώτη τοπογραφία έναν ασθενή, στον οποίο εντοπίζουμε κάποια ‘’ύποπτα’’ σημάδια. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό να μιλάμε για υποκλινικό κερατόκωνο ή εκτασία γενικότερα, πριν καν ακόμα εκδηλωθεί κλινικά η πάθηση.
Οπότε ένας άμεσος εντοπισμός και παραπομπή του ασθενή για 1η τοπογραφία, είναι σημαντικό να πραγματοποιούνται έγκαιρα, ώστε να προλαμβάνεται η μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης. Αυτό επιτυγχάνεται από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο πραγματοποιώντας την επεμβατική θεραπεία μέσω της διασύνδεσης κολλαγόνου του κερατοειδή, με την ταυτόχρονη χρήση της ριβοφλαβίνης και της υπεριώδους ακτινοβολίας (Corneal Cross Link – CXL). Έχει ιδιαίτερη σημασία στη λήψη απόφασης εφαρμογής του CXL η ηλικία του ασθενή, καθώς όσο νεότερος είναι, τόσο πιο άμεσα πρέπει να διενεργηθεί
η επεμβατική αυτή διαδικασία. Γνωρίζουμε ότι μετά τα 35 χρόνια ηλικίας η εξέλιξη της πάθησης γενικά σταματά, παρόλα αυτά παρατηρούνται περιπτώσεις όπου φαίνεται να υπάρχει εξέλιξη (ακόμα και αν είναι μικρή), μετά την ηλικία των 35 ή ακόμα και των 40 ετών κάποιες φορές. Σε αυτή την περίπτωση καλό είναι πριν την λήψη της όποιας απόφασης αναφορικά με το CXL, να υπάρχει προηγουμένως, σε τακτά χρονικά διαστήματα, επανεξέταση ασθενή.
Αυτό το βήμα είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι ‘’περισώζει’’ την όραση, μην επιτρέποντας την εξέλιξη του κερατόκωνου και την περαιτέρω απώλεια της όρασης.
Στη συνέχεια προς αποκατάσταση της όρασης υπάρχουν στη διάθεση μας τα γυαλιά και οι φε. Αν το στάδιο της νόσου είναι υποκλινικό ως στάδιο 1ο τα γυαλιά και ειδικά οι μαλακοί φε μπορούν να προσφέρουν καλή και χωρίς παραμορφώσεις οπτική οξύτητα και όραση γενικότερα. Τα σφάλματα υψηλής τάξης (κυρίως κόμη) σε αυτή τη φάση είναι ακόμα σε χαμηλό επίπεδο, οπότε είναι δυνατή, η χωρίς έντονες παραμορφώσεις, όραση.
Από το στάδιο 2ο και πάνω, ανάλογα με την μορφή της εκτασίας, τα γυαλιά παύουν να αποτελούν την ιδανική λύση, καθώς αδυνατούν να διορθώσουν τα υψηλής τάξης σφάλματα (High Order Aberrations – HOA) με αποτέλεσμα την όχι και τόσο καλή – αποτελεσματική διόρθωση της όρασης. Στην περίπτωση της Διαφανούς Περιφερικής Εκφύλισης Κερατοειδούς (Pellucid Marginal Degeneration – PMD) ο αστιγματισμός είναι κυρίως παρά τον κανόνα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται καλύτερη και ποιοτικότερη όραση με τα γυαλιά, συγκριτικά με αντίστοιχου σταδίου κερατόκωνο. Φυσικά και εδώ ακόμα, την ιδανικότερη λύση αποτελούν οι φε και ειδικά οι σκληροί αεροδιαπερατοί ( Rigid Gas Permeable – RGP).
Αυτοί οι φε εκμεταλλευόμενοι τον δακρυϊκό φακό που σχηματίζεται μεταξύ της οπίσθιας επιφάνειας τους και της πρόσθιας του κερατοειδή, διορθώνουν τα σφάλματα υψηλής τάξης.
Είναι πολύ σημαντικό συνεπώς λαμβάνοντας όλα τα στοιχεία υπόψιν να ερμηνεύουμε λεπτομερώς και με ακρίβεια την τοπογραφική εικόνα, ώστε να παίρνονται οι σωστότερες αποφάσεις για τον ασθενή. Θα αναφέρουμε παρακάτω εξηγώντας, τους δείκτες-συντελεστές, οι οποίοι ποσοτικοποιούν την τοπογραφική εικόνα.
Τοπογραφικοί δείκτες και ερμηνεία τους.
Παρακάτω θα παραθέσουμε και θα εξηγήσουμε τους δείκτες τοπογραφίας που μας δίνουν την ‘’εικόνα’’ αναφορικά με τον κερατοειδή.
1. ISV (Index of Surface Variance): είναι ο συντελεστής απόκλισης-μεταβλητότητας της καμπυλότητας του κερατοειδή σε διάφορα σημεία, σε σχέση με την μέση καμπυλότητα του. Γενικά τιμές μικρότερες του 37 είναι φυσιολογικές, αν και τιμές οριακά χαμηλότερες ίσως αποτελούν σημάδι υποκλινικού κερατόκωνου.
2. IVA (Index of Vertical Asymmetry): είναι ο συντελεστής σύγκρισης καμπυλότητας μεταξύ του άνω και κάτω ημισφαιρίου του κερατοειδή. Σημείο αναφοράς εδώ είναι ο οριζόντιος μεσημβρινός. Γενικά τιμές μικρότερες του 0,28 είναι φυσιολογικές, ωστόσο τιμές οριακά χαμηλότερες ίσως αποτελούν σημάδι υποκλινικού κερατόκωνου.
3. KI (Keratoconus Index): είναι ο δείκτης κερατόκωνου, όπου όσο αυξάνεται τόσο μεγαλύτερη σε βαθμό, είναι η πάθηση. Αντικατοπτρίζει την διαφορά στις μέσες τιμές ακτίνας καμπυλότητας μεταξύ του άνω και κάτω ημισφαιρίου. Γενικά τιμές χαμηλότερες του 1,07 είναι φυσιολογικές, αν και οριακά χαμηλότερες τιμές θεωρούνται ύποπτες.
4. CKI (Central Keratoconus Index): είναι ο δείκτης κερατόκωνου κεντρικά, όπου όσο αυξάνεται, τόσο μεγαλύτερος σε βαθμό είναι ο κερατόκωνος κεντρικά. Τιμές μικρότερες του 1,03 είναι φυσιολογικές ενώ οι μεγαλύτερες θεωρούνται παθολογικές.
5. IHA (Index of High Asymmetry): είναι ο δείκτης ασυμμετρίας της ανύψωσης μεταξύ του άνω και κάτω ημισφαιρίου του κερατοειδή. Τιμές μικρότερες του 19 είναι φυσιολογικές, από 19 ως 21 μη φυσιολογικές και από 21 και πάνω θεωρούνται παθολογικές.
6. IHD (Index of High Decentration): είναι ο δείκτης ασυμμετρίας δεδομένων ανύψωσης ως προς τον κάθετο άξονα y. Λαμβάνεται υπόψιν η ανάλυση Fourier. Τιμές χαμηλότερες του 0,014 είναι φυσιολογικές, μεταξύ 0,014 και 0,016 μη φυσιολογικές, ενώ μεγαλύτερες του 0,016 παθολογικές.
7. RMin (Minimum Sagittal Curvature): είναι ο δείκτης της μικρότερης ακτίνας καμπυλότητας στη ζώνη των 8mm. Τιμές υψηλότερες του 6,71 είναι φυσιολογικές, ενώ οι χαμηλότερες παθολογικές. Βέβαια τιμές χαμηλότερες του 7,0 θεωρούνται ύποπτες.
8. TKC (Topographical Keratoconus Classification): είναι ο συντελεστής κερατόκωνου, λαμβάνοντας υπόψιν μόνο την πρόσθια επιφάνεια του.
9. (I-S) Value: είναι ο συντελεστής διαφοράς καμπυλότητας-δύναμης μεταξύ του άνω και κάτω ημισφαιρίου του κερατοειδή.
10. SAI (Surface Asymmetry Index): είναι ο δείκτης σύγκρισης μεταξύ αντιδιαμετρικών σημείων του κερατοειδή, αναφορικά με την διοπτρική του ισχύ. Όσο μεγαλύτερος είναι ο συντελεστής τόσο πιθανότερη είναι η ύπαρξη κερατόκωνου. Τιμές μεταξύ 0,10 και 0,42 θεωρούνται φυσιολογικές, ενώ υψηλότερες αντικατοπτρίζουν εντονότερες ασυμμετρίες οι οποίες σχετίζονται με κερατόκωνο ή εκτασίες γενικότερα. 11. Calossi-Foggi Apex Curvature Gradient (ACG): είναι ο συντελεστής ποσοτικοποίησης της καμπυλότητας του κερατοειδή, σε σχέση με το λεγόμενο Apex. Τιμές μικρότερες του 1,5D/mm θεωρούνται φυσιολογικές, μεταξύ του 1,5 & 2,0D/mm ύποπτες, ενώ υψηλότερες του 2,0D/mm μη φυσιολογικές, σχετιζόμενες με κερατόκωνο.
12. KISA % index: είναι ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης, ο οποίος αντικατοπτρίζει την κατάσταση του κερατοειδή αναφορικά με τον κερατόκωνο, λαμβάνοντας υπόψιν τέσσερις συντελεστές. Στην πραγματικότητα ποσοτικοποιεί την πάθηση. Οι 4 συντελεστές που συμβάλουν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι η κερατομετρία στην κεντρική ζώνη του κερατοειδή (K value), η διοπτρική ασυμμετρία μεταξύ του κάτω και άνω ημισφαιρίου (I-S value), η τιμή του ομαλού αστιγματισμού (AST index) και ο ανώμαλος αστιγματισμός (SRAX value). Αυτοί οι 4 δείκτες παράγουν ένα τελικό ποσοστό αναφορικά με το προφίλ του κερατοειδή, σε σχέση με την ύπαρξη και τον βαθμό, κερατόκωνου.
Τιμές χαμηλότερες του 60% θεωρούνται φυσιολογικές, μεταξύ 60% & 100% ύποπτες για ύπαρξη κερατόκωνου, ενώ υψηλότερες του 100% σχεδόν σίγουρες για την ύπαρξη του.
Είναι τελικά αρκετά σημαντική η έγκαιρη ανίχνευση και διάγνωση της πάθησης, ώστε να ληφθούν αποφάσεις αναφορικά με την διασφάλιση της όρασης του ασθενούς, με συγκεκριμένα πλάνα ανά περίπτωση. Αφού συμβεί το πρώτο σκέλος σειρά έχει το δεύτερο, αλλά εξίσου σημαντικό, αυτό της αποκατάστασης της όρασης, μέσω γυαλιών ή/και εξειδικευμένων φακών επαφής.

