Οφθαλμολογικός έλεγχος με την έναρξη της σχολικής χρονιάς

Στην προσχολική ηλικία υπολογίζεται σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ένωση Δημόσιας Υγείας, ότι περίπου το 10% των παιδιών παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα όρασης, χωρίς όμως να παραπονεθούν για δυσκολίες στις ευκρίνεια της όρασης τους.

Γράφει η Ανθή Σελένη, Οπτομέτρης στο Οφθαλμολογικό Αθηνών, Απόφοιτος του τμήματος Οπτικής-Οπτομετρίας ΑΤΕΙ Αθηνών

Η καλή και άνετη όραση αποτελεί από τα βασικά στοιχεία για την ομαλή ενσωμάτωση των παιδιών στο σχολείο.
Κατά την σχολική ηλικία τα παιδιά με κάποιο πρόβλημα όρασης εκδηλώνουν έντονα την δυσκολία τους να ανταποκριθούν στις καθημερινές του δραστηριότητες. Κάποια βασικά συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει το παιδί και να αφυπνίσει τους γονείς για άμεσο οφθαλμολογικό έλεγχο είναι : να πλησιάζει πολύ κοντά σε οθόνες ή βιβλία, να παραπονιέται ότι βλέπει διπλά ή για συχνούς πονοκεφάλους και ζαλάδες. Επιπλέον, να τρίβει έντονα τα μάτια του ή να στραβίζει χωρίς συντονισμένη κίνηση των οφθαλμών ή να κλείνει το ένα μάτι όταν διαβάζει και γράφει. Ακόμα και η διάσπαση προσοχής στην τάξη και αδυναμία ανάγνωσης θα μπορούσε να οφείλεται σε κάποιο οφθαλμολογικό πρόβλημα.

Τα παραπάνω συμπτώματα είναι πιθανό να προέρχονται από κάποια διαθλαστική αμετρωπία (μυωπία, υπερμετρωπία και αστιγματισμός). Λόγω της μυωπίας τα παιδιά δεν διακρίνουν ευκρινώς τα αντικείμενα σε μακρινή απόσταση, μισοκλείνοντας τα μάτια τους για να εστιάσουν. Η απόσταση από τον πίνακα είναι αυτή που συνήθως τους δυσκολεύει. Αντιθέτως με την υπερμετρωπία τα παιδιά δυσκολεύονται κυρίως στην κοντινή εργασία και αν παρουσιάζουν υψηλή υπερμετρωπία τότε έχουν και θολή μακρινή όραση. Ο αστιγματισμός από την άλλη διαστρεβλώνει το σχήμα των αντικειμένων που βρίσκοντα σε μακρινή ή κοντινή απόσταση. Η διόρθωση των αμετρωπιών γίνεται κυρίως με την χρήση των κατάλληλων διορθωτικών γυαλιών.

Η αμβλυωπία είναι άλλος ένας λόγος για μειωμένη όραση και δυσκολία στην όραση των παιδιών. Η έγκαιρη διάγνωση της βοήθα στο να μη μειωθεί εντελώς η οπτική οξύτητα στο αδύναμο μάτι. Αμβλυωπία χαρακτηρίζουμε κάθε κατάσταση μειωμένης οπτικής οξύτητας, του ενός ή και των δύο ματιών, που επιμένει παρά τη διόρθωση κάθε διαθλαστικής αμετρωπίας όπου και η φυσική εξέταση δεν αποκαλύπτει οργανική αιτία που να την προκαλεί. Η αμβλυωπία, οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη γέννηση, τα τμήματα του εγκεφάλου που εξυπηρετούν τη λειτουργία της όρασης είναι ατελή και η τελική τους δομή και λειτουργία εξαρτάται από την οπτική εμπειρία. Αν για οποιοδήποτε λόγο διαταραχθεί η αλληλεπίδραση αυτή, το οπτικό σύστημα θα ατροφήσει.

Αυτή η οπτική αναπηρία αν δεν αντιμετωπιστεί νωρίς εγκαθίσταται και συνοδεύει το παιδί για το υπόλοιπο της ζωής του. Οι πιο συχνές αιτίες της αμβλυωπίας είναι ο στραβισμός, η ανισομετρωπία (μεγάλη διαφορά της διαθλαστικής κατάστασης του ενός ματιού σε σχέση με το άλλο) και η αμερτωπία που μένει χωρίς διόρθωση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η θεραπεία που ακολουθείται για την αμβλυωπία είναι η κάλυψη του «καλού» ματιού για να αναγκάζεται το παιδί να χρησιμοποιεί το άλλο μάτι, δίνοντας έτσι το κατάλληλο ερέθισμα για την βελτίωση της όρασης. Η χρήση ατροπίνης κάθε μέρα στο μάτι με την φυσιολογική οπτική οξύτητα εφαρμόζεται στα παιδιά που δεν δέχονται την κάλυψη του <καλού> ματιού. Η χορήγηση για συνεχή χρήση των διορθωτικών γυαλιών είναι απαραίτητη.

Ο στραβισμός θα μπορούσε να ήταν άλλη μια αιτία. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η ιδανική λειτουργικότητα των οφθαλμικών μυών και οι οπτικοί άξονες των δύο ματιών δεν είναι παράλληλοι. Η υπερμετρωπία μεγάλου βαθμού που δεν έχει διορθωθεί μπορεί να προκαλέσει συγκλίνοντα στραβισμό (προσαρμοστικός στραβισμός).
Σε αυτές τις περιπτώσεις η διόρθωση της υπερμετρωπίας με γυαλιά διορθώνει και τον στραβισμό μερικώς ή πλήρως.Συχνοί τρόποι αντιμετώπισης είναι η χρήση πρισματικών φακών, η κάλυψη του καλού ματιού και η χειρουργική επέμβαση.

Συχνό πρόβλημα είναι και η ανεπάρκεια σύγκλισης. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά είναι στην ανάγνωση. Στα μακρινά αντικείμενα οι άξονες των ματιών είναι παράλληλοι όμως όταν πρέπει να εστιάσουν σε κοντινό αντικείμενο τότε δεν συγκλίνουν όπως πρέπει και αυτό καλείται ανεπάρκεια σύγκλισης. Τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν διπλωπία στην προσπάθεια τους να διαβάσουν κάτι, ή να κουράζονται κατά την ανάγνωση, να χάνουν την θέση τους στο κείμενο και να κάνουν μορφασμούς.

Η ανεπάρκεια προσαρμογής δηλαδή εστίασης κοντινών αντικειμένων για πολλές ώρες επίσης μπορεί να προκαλέσει δυσχέρεια στις σχολικές δραστηριότητες όπως και η αδυναμία αντίληψης χρωμάτων κοινώς αχρωματοψία. Η αχρωματοψία εμφανίζεται κυρίως σε αγόρια. Η τελειοποιημένη και ολοκληρωμένη όραση θα πρέπει να δίνει στο παιδί την δυνατότητα να βλέπει καθαρά τα αντικείμενα σε μακρινές, μεσαίες και κοντινές αποστάσεις έχοντας την βέλτιστη οπτική οξύτητα. Συγχρόνως οι δύο οφθαλμοί θα πρέπει να συνεργάζονται, έχοντας την ιδανική οφθαλμοκινητικότητα των μυών δίχως την παρουσία στραβισμού. Επίσης θα πρέπει να παρουσιάζουν και συμμετρία στην αντίληψη και αναγνώριση των χρωμάτων. Τέλος, απαραίτητη είναι και η αντίληψη των αντικειμένων στον χώρο και της απόστασής τους από τον παρατηρητή, δηλαδή η στερεοσκοπική όραση.

Είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση στα παιδιά για την ομαλή ανάπτυξη της όρασής τους. Η διαδικασία που ακολουθείται από τους οφθαλμίατρους ή οπτομέτρες για την διάγνωση ειδικά σε παιδιά είναι:

1 Αντικειμενική εξέταση των οφθαλμών με την χρήση διαθλασίμετρου και χρήση σκιασκοπίου χωρίς κυκλοπληγία.
2 Υποκειμενική εξέταση οπτικής οξύτητας ,ξεχωριστά κάθε μάτι, με τον πίνακα του snellen σε απόσταση 6 μέτρων και ύστερα αμφοτερόπλευρα. Εντοπίζοντας έτσι την ύπαρξη αμβλυωπίας.
3 Έλεγχος της οφθαλμοκινητικότητας των οφθαλμικών μυών. Εντοπίζοντας την πιθανή ύπαρξη στραβισμού.
4 Χρήση κυκλοπληγικών κολλυρίων που εμποδίζουν και καταλύουν την προσαρμογή και μέτρηση ξανά της υπερμετρωπίας με σκιασκόπιο. Η κυκλοπληγία συνιστάται να γίνεται στα παιδιά μέχρι την ηλικία των 10 ετών και σε κάθε περίπτωση που παρατηρείται στραβισμός ή αμβλυωπία.

Τα παιδιά δεν μπορούν εύκολα να διακρίνουν τα συμπτώματα καθώς δεν γνωρίζουν την φυσιολογική όραση. Οι γονείς όμως συνήθως το αντιλαμβάνονται πρώτοι καθώς παρατηρούν ότι τα παιδιά τους δεν βλέπουν καθαρά τα μακρινά αντικείμενα, προσπαθώντας αρκετές φορές για να τα παρατηρήσουν να πλησιάζουν πιο κοντά ή να μισοκλείνουν τα μάτια τους. Άλλα συμπτώματα είναι οι κεφαλαλγίες, η κοπιωπία και η ευαισθησία στο έντονο φως. Στην περίπτωση εκφυλιστικών αλλοιώσεων παρουσιάζεται έντονη πτώση της οπτικής οξύτητας. Η μυωπία είναι συχνά κληρονομική, μπορεί όμως να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες όπως η έντονη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών. Αρκετές φορές επίσης παρατηρείται ότι από την παιδική ηλικία προς την εφηβεία η μυωπία συνήθως επιδεινώνεται ακολουθώντας την ανάπτυξη του σώματος και σταθεροποιείται όταν ολοκληρωθεί η σωματική ανάπτυξη.

Bασικά κριτήρια για να χαρακτηριστεί η όραση ενός παιδιού ιδανικη:

ΚΟΝΤΙΝΗ ΟΡΑΣΗ : Να βλέπει καθαρά τα αντικείμενα σε απόσταση έως 30 εκατοστά

ΜΕΣΑΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΗ ΟΡΑΣΗ : Να βλέπει καθαρά και να αναγνωρίζει τα αντικείμενα που βρίσκονται σε απόσταση πάνω από τα 40 εκατοστά

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΟΞΥΤΗΤΑ : στα νέα άτομα 8/10 -10/10

ΔΙΟΦΘΑΛΜΗ ΟΡΑΣΗ: Η συνεργασία των δύο οφθαλμών ώστε να εστιάζουν και τα δύο στο ίδιο αντικείμενο και να αλλάζουν την προσήλωση από μακρινά σε κοντινά αντικείμενα με ομαλές κινήσεις, δηλαδή να λειτουργούν σαν ομάδα.

ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΧΡΩΜΑΤΩΝ : Συμμετρία των δυο ματιών στην αντίληψη χρωμάτων, αντικειμενική εξέταση με τους χρωματικούς πίνακες Ishihara

ΔΕΞΙΟΤΗΤΑ ΚΙΝΗΣΗΣ ΟΦΘΑΛΜΩΝ : Ομαλή κίνηση και με ακρίβεια των οφθαλμοκινητικών μυών των δύο οφθαλμών κατά την περιστροφή τους από την μία βλεμματική θέση στην άλλη.

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΡΑΣΗ : Ικανότητα αντίληψης αντικειμένων που βρίσκονται γύρω ή δίπλα του την στιγμή που τα μάτια του είναι προσηλωμένα ίσια μπροστά (έλεγχος με την εξέταση οπτικών πεδίων).

Βιβλογραφία:
1)Δαμανάκης Α.Γ (2011) «Διάθλαση» εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδης Α.Ε. 2) Φωτεινάκης Β., Πατέρας Ε., Χανδρινός Αρ., (2000), «Κλινική Διάθλαση», Ίων εκδόσεις Έλλην 3) Bateerbury M. , Bowling B, Murphy C. , «Οφθαλμολογία» επιμέλεια ελλήνικής έκδοσης Γαρταγάνης Σ. (2009) , επιστημονικές εκδόσεις Παρισιανού 4) Κατσούλος Κ., Ασημέλλης Γ., (2008), «Η σύγχρονη διαθλαστική εξέταση», Εκδόσεις Σύγχρονη Γνώση

Share with your friends
Tags: