Το 2010 υπολογίστηκε πως τα αδιόρθωτα διαθλαστικά σφάλματα ήταν η συχνότερη αιτία οπτικής αναπηρίας για μακρινές αποστάσεις και η 2η συχνότερη αιτία οπτικής αναπηρίας παγκοσμίως. Υπολογίζεται πως 1.4 δισεκατομμύρια άτομα ήταν μυωπικά το 2000, αριθμός που αναμένεται να αγγίξει τα 4.8 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050
Γράφει ο Ανδρόνικος Χρυσανθόπουλος,
BSc Οπτικός – Οπτομέτρης
Παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάζουν την πρόοδο της μυωπίας σε παιδιά θεωρείται πως είναι ο περιορισμένος χρόνος σε εξωτερικούς χώρους, οι κοντινές αποστάσεις εργασίας – ανάγνωσης (μικρότερες των 25 εκατοστών), η χαμηλή ένταση φωτισμού, τα γονίδια, κ.α.. Ειδικότερα, τα παιδιά με δύο γονείς μύωπες είχαν μέσο διαθλαστικό σφάλμα της τάξεως των – 2.33 D και οι πιθανότητες να εμφανίσουν μυωπία ήταν 2.83 φορές περισσότερες σε σχέση με τα παιδιά που κανένας γονέας δεν είχε μυωπία, ενώ, αν και οι δύο γονείς ήταν μύωπες τότε υπήρχε 3.9 φορές αυξημένη πιθανότητα το παιδί να αναπτύξει υψηλή μυωπία. Περαιτέρω, πρόσφατα δεδομένα δείχνουν πως η μυωπία εντοπίζεται (συνήθως) πριν την ηλικία των 10 ετών αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί η έναρξη να καθυστερήσει ως και σε μεγαλύτερες εφηβικές ηλικίες.
Η ετήσια πρόοδος της μυωπίας σύμφωνα με αποτελέσματα μελετών από διοπτροφόρους στην Ασία έδειξαν πως σε ηλικία 7 ετών είναι 0.9 D / έτος και σε ηλικίες 12 ετών 0.58 D / έτος. Αν και η ανάπτυξη της μυωπίας φαίνεται να σταματάει στα εφηβικά χρόνια ή στη νεαρή ενήλικη ζωή, η εξέλιξη της δεν είναι δεδομένη. Η ηλικία εμφάνισης ενδεχομένως να αποτελεί παράμετρο που επηρεάζει την εξέλιξη της μυωπίας. Συγκεκριμένα, όσο μικρότερη η ηλικία εμφάνισης τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα το παιδί να αναπτύξει υψηλή μυωπία, σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας το 32% των παιδιών που χρειάστηκαν γυαλιά οράσεως σε ηλικίες 8.8 – 12.8 ετών εμφάνισαν υψηλή μυωπία ως ενήλικες.
Η Μυωπία
Όταν παράλληλες ακτίνες από απομακρυσμένα αντικείμενα εστιάζονται στην ωχρά χωρίς τη βοήθεια της προσαρμογής επιτυγχάνεται η εμμετρωπία. Σε περίπτωση που δεν γίνει αρμονική ανάπτυξη των διαθλαστικών μέσων του οφθαλμού και του αξονικού μήκους αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαθλαστικών σφαλμάτων όπως η μυωπία και η υπερμετρωπία. Στη πλειονότητα των περιπτώσεων τα μωρά γεννιούνται υπερμετρωπικά σε βαθμό μεταξύ + 2 έως + 4 διοπτρίες, ωστόσο, αυτό ανατρέπεται μέσα στους πρώτους 18 μήνες της ζωής. Οι ανθρώπινοι οφθαλμοί μετά τη γέννηση έχουν αξονικό μήκος ~ 17mm, ενώ, μέχρι το τέλος του πρώτου έτους το αξονικό μήκος φτάνει τα 20 χιλιοστά. Από την ηλικία των 2 – 3 ετών το αξονικό μήκος επιβραδύνει την ανάπτυξη του σε μόλις 0,4 χιλιοστά / έτος μέχρι και τη προσχολική ηλικία, στη συνέχεια, σταθεροποιείται με ελάχιστη ανάπτυξη να παρατηρείται (της τάξεως του 1 – 1.5 mm) μέχρι την εφηβική ηλικία. Όσο αφορά τα διαθλαστικά μέσα, η δύναμη που φτάνει ο κερατοειδής είναι μεταξύ 43 και 44 διοπτρίες, στους 9 πρώτους μήνες και στη συνέχεια παραμένει σταθερή. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής υπάρχει σημαντική μείωση της δύναμης του κρυσταλλοειδούς φακού (κ.φ.) και του κερατοειδούς σε βαθμό 3.6 διοπτρίες και 1.07 διοπτρίες αντίστοιχα. Γενικότερα, οι έρευνες δείχνουν πως η φυσιολογική ανάπτυξη του αξονικού μήκους αποτελεί το βασικό παράγοντα για την επίτευξη εμμετρωπίας. Τέλος, στους μύωπες σε αντίθεση με τους εμμέτρωπες το αξονικό μήκος συνεχίζει να αυξάνεται ακόμα και να επιταχύνει την ανάπτυξη του.
Η μυωπία είναι ένα διαθλαστικό σφάλμα κατά το οποίο οι ακτίνες εισέρχονται παράλληλες και εστιάζουν μπροστά από την ωχρά όταν δεν χρησιμοποιείται η προσαρμογή. Συνήθως, το διαθλαστικό σφάλμα της μυωπίας προκύπτει από το αυξημένο αξονικό μήκος του βολβού, ενώ, μπορεί και σπανιότερα να οφείλεται σε αυξημένη κυρτότητα του κερατοειδούς ή αυξημένη δύναμη του κ.φ. Γενικότερα, η μυωπία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το διαθλαστικό σφάλμα που απαιτεί διόρθωση άνω των – 0.50 D για την επίτευξη εμμετρωπίας όταν η προσαρμογή είναι σε χαλάρωση. Η μυωπία είναι πολύπαραγοντική πάθηση, καθώς τόσο τα γονίδια όσο και το περιβάλλον έχουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της. Επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται να δείχνουν πως ο χρόνος που αφιερώνεται σε εξωτερικούς χώρους διαδραματίζει σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της. Το ακριβές αίτιο δεν έχει εξακριβωθεί, ωστόσο, σημαντικό παράγοντα για την εμφάνιση και την εξέλιξη της αποτελούν τα γονίδια και το περιβάλλον, σε ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα. Ακόμα, έρευνες έχουν δείξει πως παιδιά με έναν ή κανέναν γονέα με μυωπία έχουν 2.9 περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μυωπία, ενώ, τα παιδιά με δύο γονείς με μυωπία είχαν 7.8 περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μυωπία.
Η μυωπία μπορεί να διαχωρισθεί σε αρκετές υπόκατηγορίες:
• Χαμηλή Μυωπία: Η χαμηλή μυωπία είναι η μυωπία που για την επίτευξη εμμετρωπίας απαιτείται σφαιρικό ισοδύναμο μεγαλύτερο των 0.5 και μικρότερο των 6 διοπτριών όταν η προσαρμογή είναι σε ηρεμία.
• Υψηλή μυωπία: Η υψηλή μυωπία είναι η μυωπία που για την επίτευξη εμμετρωπίας απαιτείται σφαιρικό ισοδύναμο μεγαλύτερο των 6 διοπτριών όταν η προσαρμογή είναι σε ηρεμία.
• Η δευτερεύουσα μυωπία είναι η μυωπία η οποία προκύπτει αποτέλεσμα χρήσης ουσιών, παθολογιών του κερατοειδούς ή συστημικών προβλημάτων.
• Διαθλαστική μυωπία: Η μυωπία η οποία οφείλεται σε αλλαγές στα διαθλαστικά μέσα του οφθαλμού. • Αξονική μυωπία: Η μυωπία η οποία οφείλεται σε υπερβολική αύξηση του αξονικού μήκους του βολβού.
Όπως αναφέρθηκε ένας από τους βασικότερους τύπους της μυωπίας, είναι η υψηλή μυωπία, με την ίδια να ορίζεται ως η μυωπία που ξεπερνάει τους 6 βαθμούς ή το αξονικό μήκος υπερβαίνει τα 26 χιλιοστά[8]. Η υψηλή μυωπία συχνά σχετίζεται με αυξημένο ρίσκο εμφάνισης σημαντικών οφθαλμικών επιπλοκών που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε απώλεια της όρασης. Δεν είναι σωστό να μπερδεύεται η υψηλή μυωπία με τη παθολογική μυωπία, καθώς, η πρώτη αφορά το βαθμό του διαθλαστικού σφάλματος, ενώ, η δεύτερη, τις δομικές αλλοιώσεις και επιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της όρασης [11].
Υψηλή και Παθολογική Μυωπία
Η παθολογική μυωπία είναι μια σημαντική αιτία τύφλωσης παγκοσμίως, ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της Ασίας. Η παθολογική μυωπία δεν έχει σαφή ορισμό, ωστόσο, θεωρείται πως είναι η υψηλή μυωπία που συνυπάρχει με αυξημένο αξονικό μήκος και οδηγεί σε μορφολογικές αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς, του χοριοειδούς, του οπτικού νεύρου, του σκληρού και άλλων δομών, ενώ, σαν γενικός όρος περιγράφει τις παθολογικές επιπτώσεις της μυωπίας στον οφθαλμό[31,32]. Σύμφωνα με το παγκόσμιο ινστιτούτο μυωπίας, η παθολογική μυωπία είναι η υπερβολικά αυξημένη ανάπτυξη του αξονικού μήκους που σχετίζεται με τη μυωπία και προκαλεί δομικές αλλαγές που δυνητικά αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη παθήσεων όπως το σταφύλωμα, η μυωπική εκφύλιση ωχράς, κ.α., τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της όρασης [11,16]. Δεν είναι γνωστό αν τα γονίδια που αφορούν την ανάπτυξη της μυωπίας αφορούν και τη παθολογική μυωπία, ή, αν η παθολογική μυωπία διαφέρει σε γενετικό επίπεδο από την απλή μυωπία [11].
Ο επιπολασμός της παθολογικής μυωπίας όταν οι βαθμοί της μυωπίας είναι χαμηλοί έως μεσαίας τάξης κυμαίνεται μεταξύ 1% και 19%, αλλά, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 50% – 70% όταν πρόκειται για υψηλούς βαθμούς μυωπίας [11]. Στο Πεκίνο, έρευνα με 4439 ενήλικες ηλικίας άνω των 40 ετών έδειξε πως η συχνότερη αιτία χαμηλής όρασης και οπτικής αναπηρίας ήταν ο καταρράκτης και στη συνέχεια η εκφυλιστική μυωπία, με αντίστοιχα αποτελέσματα να καταγράφονται και σε άλλες έρευνες [7]. Έρευνες σε παιδιά στη Σιγκαπούρη έχουν δείξει πως η ηλικία εμφάνισης της μυωπίας αποτελεί το βασικό παράγοντα πρόβλεψης της υψηλής μυωπίας. Για παιδιά με υψηλή μυωπία στην ηλικία των 11 ετών υπήρχε 87% πιθανότητα πως το παιδί είχε μυωπία από την ηλικία των 7 ετών ή σε μικρότερη ακόμα ηλικία. Αναφορές από άλλες χώρες όπως η Δανία, η Αργεντινή και το Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησαν αντίστοιχα αποτελέσματα. Η ηλικία αποτελεί εξίσου σημαντικό παράγοντα για την εξέλιξη της μυωπίας σε παθολογική μυωπία. Ο επιπολασμός της παθολογικής μυωπίας είναι αρκετά χαμηλός σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες, ωστόσο, αυξάνεται με την προχωρημένη ηλικία. Σε άτομα με υψηλή μυωπία και ηλικία 40 ετών ή ανώτερη έχει παρατηρηθεί πως υπάρχει αυξημένος επιπολασμός αλλά και βαρύτητα όσο αφορά τις ωχροπάθειες. Η μυωπική εκφύλιση ωχράς είναι πολύ σπάνια σε παιδικές ηλικίες ακόμα και με υψηλή μυωπία [4,11]. Βέβαια, μακροχρόνιες μελέτες έχουν δείξει πως το 83% των ενηλίκων με παθολογική μυωπία και μυωπική εκφύλιση ωχράς είχαν χοριοειδική ατροφία περιμετρικά του οπτικού δίσκου σε νεαρή ηλικία [11].
Μελέτες έχουν δείξει πως τα παιδιά με μύωπες γονείς έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν υψηλή μυωπία. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα το παιδί να αναπτύξει μυωπία ήταν αυξημένη 2.9 – 3.9 φορές σε παιδιά που και οι δύο γονείς τους είχαν μυωπία σε σχέση με τα παιδιά που κανένας εκ των δύο γονέων δεν είχε μυωπία,ενώ, τα ποσοστά για εμφάνιση υψηλής μυωπίας ήταν 54% και 23% αντίστοιχα [3]. Στη πλειονότητα η μυωπία ξεκινάει στη σχολική ηλικία. Αντίστοιχα με την μυωπία στους ενήλικες ο επιπολασμός διαφέρει από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα, στη Κίνα και στη Ταΐβάν το ετήσιο ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν μυωπία σε ηλικία 7 – 12 ετών υπολογίζεται μεταξύ 8% και 18%. Αντιθέτως, ποσοστό 2.2% έχει αναφερθεί σε αντίστοιχες ηλικίες στην Αυστραλία. Σε αστικές περιοχές της ανατολικής Ασίας, ποσοστό μέχρι και 80% – 90% των παιδιών που ολοκληρώνουν μεγαλύτερες σχολικές τάξεις είναι πλέον μυωπικά, με 1/5 να έχουν υψηλή μυωπία [4].
Ο επιπολασμός της υψηλή μυωπίας υπολογίζεται μεταξύ 2% και 5% στους καυκάσιους και 5% – 10% στους Ασιάτες, ενώ, αντίστοιχα ο επιπολασμός της παθολογικής μυωπίας υπολογίζεται στο 1% στους καυκάσιους και 1% – 3% στους Ασιάτες. Ανεξάρτητα από τις φυλετικές διαφορές υπάρχουν στοιχεία τα οποία παρουσιάζουν παγκόσμια αύξηση στα ποσοστά μυωπίας. Πρόσφατη μελέτη έδειξε πως το 22.9% του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μυωπία, με το 2.7% το 2000 να έχει υψηλή μυωπία. Τα ποσοστά αυτά αναμένονται να αναμένεται να εκτιναχθούν στο 49.8% και 9.8% αντίστοιχα, δηλαδή 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα έχουν υψηλή μυωπία [4]
Μορφολογικές αλλοιώσεις - επιπλοκές της παθολογικής μυωπίας
Οι πιο πολλές διαθλαστικές ανωμαλίες είναι καλοήθεις υπό την έννοια πως δεν επηρεάζουν την υγεία του βολβού. Ωστόσο, ’’βαριές’’ διαθλαστικές ανωμαλίες μπορούν να οδηγήσουν σε δευτεροπαθή παθολογία του οφθαλμού. Η παθολογική μυωπία ιδιαίτερα, μπορεί να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του σκληρού, του χοριοειδούς, της μεμβράνης του Bruch (Μ.Β.) και άλλων δομών. Σημαντική λέπτυνση του σκληρού παρατηρείται σε μυωπικούς οφθαλμούς με υψηλή μυωπία (άνω των 6D)
ή σε μάτια με οπίσθιο σταφύλωμα, η μείωση του πάχους του σκληρού παρατηρείται κυρίως σε αυξημένου αξονικού μήκους οφθαλμό με χαρακτηριστική εικόνα στον οπίσθιο πόλο. Η μορφολογική αλλαγή στο σκληρό ενδέχεται να κάνει το ο.ν. πιο ευάλωτο στο γλαύκωμα [31]. Οι αλλαγές που εμφανίζονται στο χοριοειδή πιθανόν να συμμετέχουν στην ατροφία και την μυωπική εκφύλιση
της ωχράς. Η λέπτυνση του χοριοειδούς σχετίζεται με αυξημένη μυωπία και μυωπική εκφύλιση. Μια ακόμη παθολογία του χοριοειδούς αποτελεί και η χοριοειδική νεοαγγείωση (Χ.Ν.Α.) εξαιτίας της μυωπίας. Μάλιστα, για βαθμούς 1-2 D υπάρχει διπλάσιος κίνδυνος ανάπτυξης νεοαγγειώσεων και σε βαθμούς από 5 D και άνω υπάρχει εννέα φορές παραπάνω κίνδυνος σε σχέση με εμμέτρωπες. Η μυωπική νεοαγγείωση χοριοειδούς θεωρείται ως 2η συχνότερη αιτία χοριοειδικής νεοαγγείωσης με ποσοστό εμφάνισης που κυμαίνεται μεταξύ 5% – 10%. Στους υψηλά μυωπικούς οφθαλμούς
υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης νεοαγγείωσης στη νεαρή ενήλικη ζωή με σύνοδο εστιακή αιμορραγία, χωρίς εξιδρώματα ή ορώδης αποκόλληση, κατάσταση
η οποία υποχωρεί αφήνοντας μελαγχρωστική ουλή [31].
Η μυωπία ως πάθηση και ιδιαίτερα η υψηλή μυωπία πολλαπλασιάζει το κίνδυνο για εμφάνιση επιπλοκών. Τα μάτια με παθολογική μυωπία μπορούν να καταλήξουν να χάνουν την όραση τους εξαιτίας παθολογιών της ωχράς, του αμφιβληστροειδούς και του οπτικού νεύρου (ο.ν.). Στους υψηλά μυωπικούς οφθαλμούς, οι οπίσθιες ρωγμές στην ωχρά ή κροταφικά του οπτικού δίσκου συνήθως με σύνοδο χοριοαμφιβληστροειδική ατροφία και οπίσθια σταφυλώματα μπορούν να προκαλέσουν αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Σε μυωπίες που δεν ξεπερνάνε τα 4.75D υπάρχει ποσοστό 0.015% αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς, ενώ, όταν οι βαθμοί ξεπερνάνε τις 6D το ποσοστό εκτινάσσεται στο 3.2%. Περαιτέρω, οι υψηλοί μύωπες έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ατροφικής εκφύλισης ωχράς που παρουσιάζεται ως χοριοαμφιβληστροειδική ατροφία ή λέπτυνση, με οπίσθια σταφυλώματα και σχισμές στη Μ.Β, οι μορφολογικές αλλοιώσεις στη Μ.Β. και του μελάγχρουν επιθηλίου (Μ.Ε.) είναι ένα σήμα κατατεθέν στη δημιουργία και εξέλιξη της μυωπικής εκφύλισης, με πιθανή συμμετοχή στη προαγωγή του αξονικού μήκους. Στην ωχρά επίσης, μπορεί να παρατηρηθεί κατά τόπους διαταραχή της μελάγχρωσης και ρήξεις στην Μ.Β, σπανιότερα, σε μυωπίες που ξεπερνάνε τα 12 D εμφανίζεται απότομη πτώση της κεντρικής όρασης λόγω ρήξης της Μ.Β. [31].
Μυωπική εκφύλιση ωχράς (Μ.Ε.Ω.)
Η μυωπική εκφύλιση ωχράς είναι μια απειλητική για την όραση πάθηση σε άτομα συνήθως με υψηλή μυωπία η οποία συμπεριλαμβάνει διάχυτη ατροφία της ωχράς με ή χωρίς ρωγμές. Η ωχροπάθεια εξαιτίας μυωπίας έχει χαμηλά ποσοστά εμφάνισης σε παιδιά και εφήβους αλλά είναι αρκετά συχνή σε ενήλικες με μέση ηλικία εμφάνισης τα 50 έτη (40-60 ετών). Οι μυωπικές ωχροπάθειες κατηγοριοποιούνται με βάση τις μορφολογικές αλλαγές σε πέντε τύπους [31].
Το σταφύλωμα
Το οπίσθιο σταφύλωμα δεν έχει οριστεί με σαφήνεια, ωστόσο, γνωρίζουμε πως αποτελεί αξιόπιστο χαρακτηριστικό αξιολόγησης της παθολογικής μυωπίας. Όταν αναπτυχθεί το σταφύλωμα η περιοχή του αμφιβληστροειδούς συμπεριλαμβανομένων της ωχράς και του ο.ν. επιμηκύνεται σημαντικά.
Επιπολασμός
Μελέτες έχουν δείξει πως ο παγκόσμιος επιπολασμός της μυωπίας το 2000, 2010, 2020 ήταν 22.9%, 28.3% και 34% αντίστοιχα, ενώ, υπολογίζεται πως το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί το 2030, 2040 και 2050 σε 39.9%, 45.2% και 49.8% αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, ο επιπολασμός της μυωπίας σχετίζεται και με τα ποσοστά επιπολασμού της υψηλής μυωπίας, τα οποία κυμαίνονται στο 2.7%, 4%, 5.2%, 6.1%, 7.7% και 9.8% για τα αντίστοιχα έτη [7,25]. Με άλλα λόγια, μέχρι το 2050 αναμένεται πως 4.8 δισεκατομμύρια άτομα (1/2) αναμένεται να έχει μυωπία και 938.000.000 αναμένεται να έχουν υψηλή μυωπία (1/5) [4,5,6,10,11,14,19,20,22,25,27,30,33].
Έχει αναφερθεί πως η παθολογική μυωπία επηρεάζει μέχρι το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού, περίπου 1% – 3% ατόμων Ασιατικής καταγωγής έχουν παθολογική μυωπία, ενώ, μόλις 1% στο καυκάσιο πληθυσμό έχει παθολογική μυωπία [11]. Η παθολογική μυωπία μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης, με την ίδια να οφείλεται για την οπτική αναπηρία σε 0.2%
– 1.5% στους ασιάτες και 0.1% – 0.5% στους καυκάσιους [11]. Ωστόσο, στη Ταΐβάν η παθολογική μυωπία αποτελεί το 2ο κυριότερο αίτιο οπτικής αναπηρίας σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ, στη Κίνα είναι η κύρια αιτία οπτικής αναπηρίας σε άτομα 40 – 49 ετών [11].
Στατιστικά δείχνουν πως 55.700.000 άτομα θα έχουν κάποια μορφή οπτικής αναπηρίας εξαιτίας της μυωπικής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, εκ των οποίων 18.500.000 θα έχουν πλήρη απώλεια της όρασης μέχρι το 2050 [32]. Μάλιστα, στην Ιαπωνία το 2000, το 12.2% (~ 200.000 άτομα) των ατόμων με οπτική αναπηρία προερχόταν από μυωπική εκφύλιση ωχράς κηλίδας [19,32]
Γενικότερα, ο επιπολασμός της παθολογικής μυωπίας είναι μόλις 1% – 19% σε χαμηλή ή μέτρια μυωπία, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 50% – 70% στον υψηλά μυωπικό πληθυσμό. Ένας βαθμός αύξηση στη μυωπία σχετίζεται με 67% αύξηση στη πιθανότητα ανάπτυξης παθολογικής μυωπίας [11]. Όσο αφορά τις παιδικές ηλικίες έρευνες έχουν δείξει πως ο επιπολασμός σε χώρες της Ασίας είναι σαφώς ανώτερος συγκριτικά με την Αμερική και την Αυστραλία [7]. Συγκεκριμένα, στη Κίνα και στη Ταΐβάν το ετήσιο ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν μυωπία σε ηλικίες 7 – 12 ετών κυμαίνεται μεταξύ 8% – 12%. Αντιθέτως, ποσοστό 2.2% έχει αναφερθεί σε παιδιά ηλικίας 12 ετών στην Αυστραλία [4]. Περαιτέρω, σε ασιατικές περιοχές της Ανατολικής Ασίας ποσοστό μέχρι 70% – 90% των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει 12 – 13 χρόνια σχολικής εκπαίδευσης είναι πλέον μύωπες, με το 1/5 του συνόλου να έχει υψηλή μυωπία, ενώ, στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο ~ 31% [4,10,22,25,33], με τον γενικό μέσο όρο να εντοπίζεται στο ~ 54% [25]. Έρευνες έχουν δείξει πως σε παιδιά 12 ετών ο επιπολασμός της μυωπίας ήταν υψηλότερος στη Σιγκαπούρη (62%), με σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στην Αυστραλία (~12%) [32]. Στον αντίποδα τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Αφρική, με το ποσοστό σε παιδιά σχολικής ηλικίας να είναι μόλις 3% [28]. Τέλος, σύμφωνα με έρευνα στην Αμερική ο επιπολασμός της μυωπίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας 12 – 17 ετών αυξήθηκε από 12% τη περίοδο 1971 – 72 σε 31.2% μεταξύ 1999 και 2004 [4].
Σε έρευνα σε ηλικίες 6 – 8 ετών το 2020, ο επιπολασμός ήταν 21.5% στην ηλικία των 6 ετών, 26.2% σε ηλικία των 7 ετών και 37.2% στα 8 έτη. Τα επίπεδα αυτά ήταν σημαντικά αυξημένα σε σχέση με τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών μεταξύ 2015 – 2019 για τις αντίστοιχες ηλικιακές ομάδες (5.7% σε ηλικία 6 ετών το 2019, 16.2% σε ηλικία 7 ετών το 2018 και 27.7% σε ηλικία 8 ετών το 2018) [21]. Στην Αυστραλία σε έρευνα σε παιδιά ηλικίας 12 ετών παρατηρήθηκε αύξηση του επιπολασμού από 11.5% το 2006 σε 18.9% το 2011. Αντίστοιχα, στη βόρεια Ιρλανδία καταγράφηκε αύξηση από 17.7% σε 22.8%% το 2017 [1]. Στην ανατολική Ασία ο επιπολασμός είναι ήδη υψηλός, σε ηλικίες 14 – 16 ετών αυξήθηκε (σταθερά) από ~ 56% σε 65.5 % μεταξύ 2006 και 2015 [1]. Στην Αυστραλία σε έρευνα σε παιδιά ηλικίας 12 ετών παρατηρήθηκε αύξηση του επιπολασμού από 11.5% το 2006 σε 18.9% το 2011. Τέλος, σε σύνολο 194.904 αποτελεσμάτων (398.808 οφθαλμών) παιδιών ηλικιακού εύρους 6 – 13 ετών παρατηρήθηκε πως τα κορίτσια παρουσίαζαν πρώτα μυωπία σε σχέση με τα αγόρια και πως ο δεξιός οφθαλμός ήταν περισσότερο μυωπικός σε σχέση με τον αριστερό [21]
Οικονομική Επιβάρυνση
Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει ελάχιστα δεδομένα σχετικά με την οικονομική επιβάρυνση των διαθλαστικών σφαλμάτων και της μυωπίας. Η παγκόσμια οικονομική επιβάρυνση σχετικά με τη μυωπία το 2019 (διαθλαστικές επεμβάσεις, διαχείριση παθολογιών σχετικά με τη μυωπία, κ.α.) υπολογίστηκε προσεγγιστικά στα 360 δις δολάρια, με το κόστος να αναμένεται να φτάσει τα 870 δις δολάρια μέχρι το 2050 [1]. Περαιτέρω, η οικονομική επιβάρυνση εξαιτίας της απώλειας παραγωγικότητας λόγω της μη διορθωμένης μυωπίας και της μυωπικής εκφύλισης ωχράς μπορεί να φτάσουν τα 244 δις δολάρια και 6 δις δολάρια αντίστοιχα [1,10,13,27]. Η οικονομική επιβάρυνση για για τη διαχείριση των παθολογιών που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της μυωπίας κυμαίνονται στα 250 δις δολάρια ετησίως [10]. Ωστόσο, τα ασφαλέστερα συμπεράσματα προκύπτουν από αποτελέσματα ερευνών σε περιοχές της Ασίας.
Συγκεκριμένα, στη Σιγκαπούρη σε έρευνα το 2011 υπολογίστηκε πως τη οικονομική επιβάρυνση σχετικά με την μυωπία έφτανε τα 755.000.000 (αμερικάνικα) δολάρια [1,10,12,14,27], με το μέσο
άτομο άνω των 40 ετών να δαπανάει προσεγγιστικά ~700 αμερικάνικα δολάρια ετησίως [1,12,14] (με το κόστος του σκελετού να κυμαίνεται στα 270 δολάρια) [12], ενώ, σε βάθος 80 ετών από την έναρξη της μυωπίας το άτομο κατά μέσο όρο ξοδεύει συνολικά ~ 17.000 αμερικάνικα δολάρια [1,12]. Όσο αφορά τις παιδικές ηλικίες, δεδομένα που συλλέχθηκαν το 2006 σε παιδιά ηλικίας 12 – 17 ετών στη Σιγκαπούρη έδειξαν ετήσιο μέσο όρο στα 148 αμερικάνικα δολάρια [1,14]
Το 2013 υπολογίστηκε πως τα μη διορθωμένα διαθλαστικά σφάλματα για μακρινές αποστάσεις επηρεάζουν ~108.000.000 άτομα παγκοσμίως [10,32]. Αποτελέσματα έρευνας στην Αμερική έδειξαν πως ~ 110.000.000 Αμερικάνοι μπορούν με σωστή διόρθωση να έχουν φυσιολογική διάθλαση, με το κόστος για την επίτευξη να κυμαίνεται στα 3.8 δις δολάρια ετησίως [32]. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζεται πως η μερική και η ολική απώλεια της όρασης των ενηλίκων επιβαρύνουν το σύστημα υγείας με 22 δις λίρες ανά έτος [10,22]. Τέλος, η αξία του τομέα εμπορικών οπτικών αγαθών και υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2017, είχε συνολικές καταναλωτικές δαπάνες που εκτιμήθηκαν σε 3.1 δις λίρες, ενώ, την ίδια χρονιά παρατηρήθηκε ανάπτυξη 2%, με πρόβλεψη για επιπλέον ανάπτυξη 3.2% για το 2018 [32]
Συμπέρασμα
Η μυωπία αποτελεί ένα σύνηθες διαθλαστικό σφάλμα, το οποίο δυνητικά μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για απώλεια της όρασης σε μεγαλύτερη ηλικία. Δεδομένου ότι οι προβλέψεις μελετών παρουσιάζουν συνεχή αυξητική τάση των ποσοστών μυωπίας, με τον αριθμό να φτάνει έως τα 4.8 δισεκατομμύρια άτομα (εκ των οποίων τα 938.000.000 αναμένεται να έχουν υψηλή μυωπία) το 2050 πράγμα που συνεπάγεται και με αύξηση των επιπλοκών της μυωπίας. Περαιτέρω, η οικονομική επιβάρυνση που ασκεί η μυωπία ως διαθλαστικό σφάλμα αλλά και κατ΄επέκταση ως παθολογία έχει σημαντικό αντίκτυπο στη παγκόσμια οικονομία. Συγκεκριμένα, το 2010 υπολογίστηκε πως τα αδιόρθωτα διαθλαστικά σφάλματα ήταν η 2η συχνότερη αιτία οπτικής αναπηρίας παγκοσμίως [10], ενώ,, στην Αυστραλία τα προβλήματα όρασης αποτελούσαν την 7η κυριότερη πάθηση όσο αφορά την οικονομική επιβάρυνση στο σύστημα υγείας, μπροστά από στεφανιαίες νόσους, διαβήτη, εγκεφαλικά και κατάθλιψη [32]. Συνεπώς, η σωστή διαχείριση της μυωπίας σε μικρές ηλικίες και ενημέρωση του κοινού σχετικά με την μυωπία και τις επιπτώσεις της, ενδεχομένως να αποτελεί δύο από τους βασικότερους παράγοντες για την αντιμετώπιση του επιπολασμού και των επιπλοκών της.