Ψηφιακή καταπόνηση των ματιών

Ψηφιακή καταπόνηση των ματιών κατά την περίοδο της πανδημίας από τον COVID-19

Γράφει η Μαριάνθη Χειρίδου, Οπτικός – Οπτομέτρης

H ψηφιακή καταπόνηση των ματιών (Digital Eye Straining – DES) ή Computer Vision Syndrome (CVS) σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Οπτομετρίας (AOA), περιλαμβάνει ένα σύνολο από οφθαλμολογικά και εξωοφθαλμικά συμπτώματα, τα οποία αποδίδονται στην παρατεταμένη χρήση του επιτραπέζιου ή φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή, του κινητού τηλεφώνου ή των συσκευών tablet.

Σύμφωνα με την AOA, η συνεχής χρήση ψηφιακών συσκευών για δύο ώρες είναι αρκετή για να προκαλέσει συμπτώματα που συνδέονται με την ψηφιακή καταπόνηση των ματιών, ενώ η συχνότητα και η βαρύτητα των συμπτωμάτων είναι ευθέως ανάλογη της διάρκειας χρήσης του υπολογιστή. Στις τυπικές εκδηλώσεις συμπεριλαμβάνονται, η αδυναμία συγκέντρωσης, η κεφαλαλγία, η κόπωση στα μάτια, η δακρύρροια, το αίσθημα καύσου, η ερυθρότητα, ο ερεθισμός και η ξηρότητα του ματιού, η αίσθηση ξένου σώματος, η θολή όραση, η αργή εστίαση κοντά και η διπλή όραση.
Η εμφάνιση της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών (DES) είναι πολύ συχνότερη από όσο νομίζουμε. Σε πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, στην οποία συμπεριλήφθηκαν πάνω από 10.000 ενήλικες, τα συμπτώματα αφορούσαν το 65 τοις εκατό του πληθυσμού, με τις γυναίκες να προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες (69 τοις εκατό έναντι 60 τοις εκατό).5 Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί τεράστια ανάπτυξη και χρήση στις ψηφιακές συσκευές, πολλαπλασιάζοντας το κίνδυνο για την εμφάνιση της ψηφιακής καταπόνησης. Σε πρόσφατη αναφορά από το Vision Council των ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι τα 2/3 των ενηλίκων ηλικίας 30-49 ετών, περνούν πέντε ή περισσότερες ώρες ημερησίως σε ψηφιακές συσκευές. Η ανεξέλεγκτη χρήση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης είναι ιδιαίτερα έντονη στις νεαρές ηλικίες μεταξύ 20-29 ετών, όπου το 87% αναφέρει ότι χρησιμοποιεί δύο ή περισσότερες ψηφιακές συσκευές ταυτόχρονα. Άλλη πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ με 2000 έφηβους ηλικίας 12-18 ετών, αναφέρει ότι η μέση διάρκεια απασχόλησης σε ψηφιακές συσκευές (τηλεόραση, ηλεκτρονικό υπολογιστή, κινητό τηλέφωνο) αγγίζει τις 7,5 ώρες ημερησίως. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η χρήση ψηφιακών εικόνων δεν περιορίζεται στους ενήλικες και στους εφήβους. Πρόσφατη ανασκόπηση ανέφερε ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας περνούν έως και 2,4 ώρες την ημέρα παρακολουθώντας ηλεκτρονικές οθόνες.

Τα συμπτώματα της DES έγιναν πιο έκδηλα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας του κορωνοϊού-19 (COVID-19), όπου υπήρξε μια παγκόσμια έξαρση στη χρήση των ψηφιακών συσκευών. Αρκετές χώρες κήρυξαν περιοριστικά μέτρα «lockdown», καταργώντας τις δραστηριότητες που απαιτούσαν ανθρώπινη συνάθροιση και αλληλεπίδραση, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εμπορικών κέντρων, θρησκευτικών χώρων, γραφείων, αεροδρομίων και σιδηροδρομικών σταθμών, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Ο περιορισμός του πληθυσμού στους εσωτερικούς χώρους, ανάγκασε πολλούς ανθρώπους να καταφύγουν στο διαδίκτυο και στις υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας προκειμένου να επικοινωνήσουν είτε να εξακολουθήσουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις από το σπίτι. Η εργασία από το σπίτι έγινε κανόνας εργασίας για εκατομμύρια εργαζομένους παγκοσμίως και η τηλεδιάσκεψη έγινε ο νέος τρόπος διεξαγωγής συναντήσεων και συνεδρίων. Η εκπαίδευση ήταν ένας ακόμη τομέας που χρησιμοποίησε ευρύτατα το διαδικτυακό σύστημα. Η αύξηση στη χρήση το διαδικτύου εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 40-100% σε πολλές περιοχές. Πριν την πανδημία, η συχνότητα εμφάνισης της DES στους πληθυσμούς ανηλίκων υπολογιζόταν σε λιγότερο από 20%.Ωστόσο, μετά την πανδημία και την εκρηκτική χρήση των ψηφιακών συσκευών, υπάρχουν αναφορές για δραματική αύξηση που ξεπερνά το 50-60%. Συνολικά η συχνότητα εμφάνισης των συμπτωμάτων που συνδέονται με τη DES αγγίζει το 78% του πληθυσμού. Ο στόχος αυτής της ανασκόπησης είναι να παρουσιάσει τη ψηφιακή καταπόνηση των ματιών, τη παθοφυσιολογία, τις στρατηγικές αντιμετώπισης, τον αντίκτυπο της επιδημίας του COVID-19 στο φαινόμενο αυτό, καθώς και το ρόλο των επαγγελματιών υγείας στην εκπαίδευση ασθενών και γονέων.

Μέθοδος

Για την εκπόνηση αυτής της ανασκόπησης, διεξήχθη συστηματική αναζήτηση σε βάσεις δεδομένων όπως PubMed, Google Scholar και Cochrane Database. Η αναζήτηση έγινε χρησιμοποιώντας τους όρους ‘‘digital eye strain’’, ‘‘computer vision syndrome’’, ‘‘ocular asthenopia secondary to digital devices’’, ‘‘eye strain’’, ‘‘visual fatigue’’, ‘‘blue-blocking glasses’’, τον Νοέμβριο 2022. Από αυτή την έρευνα προέκυψαν 651 δημοσιεύσεις, μετά την εκκαθάριση των διπλών εγγραφών έγιναν 585. Η σύνθετη αναζήτηση με τον όρο “COVID-19” έδωσε 79 αποτελέσματα.

Κλινική εικόνα της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών

Η κλινική εικόνα της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών περιλαμβάνει ποικιλία συμπτωμάτων, τα οποία διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

1. Συμπτώματα που σχετίζονται με την επιφάνεια του οφθαλμού και οφείλονται κυρίως στη ξηρότητα.

2. Διαταραχές στους μηχανισμούς προσαρμογής.
3. Εξωοφθαλμικά συμπτώματα, τα οποία περιλαμβάνουν μυοσκελετικές ενοχλήσεις, κυρίως στον ώμο ή τον αυχένα που επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες.

Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι η ενόχληση στα μάτια από τη ξηρότητα, η οποία εκδηλώνεται με δακρύρροια, κνησμό, καύσο και ερυθρότητα. Η καταπόνηση των μηχανισμών προσαρμογής του ματιού εκδηλώνεται με διαταραχές στην όραση όπως παρωδική θόλωση, αργή εστίαση, διπλωπία, επεισόδια εναλλαγής θάμβους και καθαρής όρασης, ευαισθησία στο φως, και αδυναμία να διατηρηθούν τα βλέφαρα ανοικτά. Συνήθως, αυτές οι διαταραχές μειώνουν τη συγκέντρωση, ωστόσο βελτιώνονται με την ανάπαυση. Τα εξωοφθαλμικά συμπτώματα αφορούν σε κεφαλαλγία ή πόνο στον αυχένα και τη ράχη. Σε πρόσφατη ανακοίνωση, η επιδείνωση της μυωπίας, συσχετίστηκε με την ψηφιακή καταπόνηση των ματιών στους ανήλικους ασθενείς. Πράγματι, μία από τις οφθαλμικές επιπλοκές στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 ήταν η εμφάνιση μυωπίας είτε η ταχύτερη εξέλιξη της υπάρχουσας μυωπίας λόγω της παρατεταμένης εργασίας σε μικρή απόσταση.

Παθοφυσιολογία

Η παθογέννεση είναι πολυπαραγοντική. Στους προδιαθεσικούς παράγοντες αναγνωρίζονται το μειωμένο επίπεδο αντίθεσης των γραμμάτων συγκριτικά με το φόντο της ψηφιακής οθόνης, οι λάμψεις και οι αντανακλάσεις της οθόνης, η ακατάλληλη στάση κατά τη χρήση, η ακατάλληλη απόσταση και γωνία θέασης, οι πτωχές συνθήκες φωτισμού και η μείωση στο ανοιγοκλείσιμο των
ματιών. Τα συμπτώματα από την επιφάνεια του οφθαλμού οφείλονται κυρίως στο μειωμένο κλείσιμο των βλεφάρων. Φυσιολογικά, το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων είναι ένας κύκλος ο οποίος βοηθά στην ομαλή διατήρηση της επιφάνειας του οφθαλμού, μέσω της παραγωγής των δακρύων, της διαβροχής της επιφάνειας, της εξάτμισης και τελικά της παροχέτευσης τους. Μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ο ρυθμός κλεισίματος των βλεφάρων ελαττώνεται σημαντικά κατά τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή από 18,4/ λεπτό σε 3,6/λεπτό.

Επίσης, το μικρό μέγεθος ορισμένων φορητών συσκευών απαιτεί κοντινότερες αποστάσεις θέασης, άρα μεγαλύτερο βαθμό προσαρμογής. Αλλά και η γωνία θέασης επηρεάζει το βαθμό προσαρμογής με μεγαλύτερη καταπόνηση στους μηχανισμούς του ματιού στις μεγαλύτερες γωνίες απόκλισης. Συνεπώς, η βέλτιστη όραση της ψηφιακής οθόνης προϋποθέτει σύνθετες οφθαλμικές κινήσεις και εστίαση του φακού, δημιουργώντας πρόσθετο έργο στην ευαίσθητη ισορροπία των μηχανισμών προσαρμογής και σύγκλισης, καθιστώντας έτσι ακόμα πιο επιρρεπή τα άτομα με υποδιορθωμένα διαθλαστικά σφάλματα. Οι διαταραχές προσαρμογής οφείλονται στο αυξημένο έργο των μηχανισμών προσαρμογής παρά στην οθόνη καθαυτή. Παραπέρα, η επίδραση που έχει το μπλε φως της οθόνης στα
μάτια έχει μελετηθεί ενδελεχώς, ωστόσο δεν υπάρχει ομοφωνία αναφορικά με την ορθή χρήση των ειδικών προστατευτικών γυαλιών.

Ένας άλλος σημαντικός περιβαλλοντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την όραση στη χρήση υπολογιστή είναι ο φωτισμός. Έντονος φωτισμός στο περιφερικό οπτικό πεδίο μπορεί να προκαλέσει λάμψεις και ενοχλήσεις στα μάτια. Το φως που απαιτείται για την εργασία με υπολογιστή διαφέρει από αυτό για άλλες εργασίες γραφείου όπως ανάγνωση ή γραφή. Οι εργαζόμενοι άνω των 50 ετών απαιτούν διπλάσια επίπεδα φωτός από τους νεαρούς ενήλικες για την άνετη εργασία στον υπολογιστή.

Τα εξωοφθαλμικά συμπτώματα δε συνδέονται με τους οφθαλμούς, αλλά με τη στάση του σώματος. Αυτά σχετίζονται με την ακατάλληλη τοποθέτηση τη οθόνης του υπολογιστή, του ύψους της καρέκλας ή του γραφείου, καθώς και τη λανθασμένη απόσταση των ματιών, και την επακόλουθη περιττή κάμψη ή έκταση του αυχένα.

Διάγνωση

Η ψηφιακή καταπόνηση των ματιών, μπορεί να διαγνωστεί με μια ολοκληρωμένη οφθαλμολογική εξέταση. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει:
Ιστορικό ασθενούς για τον προσδιορισμό συμπτωμάτων, την ανίχνευση γενικών προβλημάτων υγείας, φαρμάκων που λαμβάνονται ή περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορεί να συμβάλλουν στα συμπτώματα που σχετίζονται με τη χρήση υπολογιστή.
Μετρήσεις οπτικής οξύτητας για την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο μπορεί να επηρεαστεί η
όραση.
Διάθλαση για τον προσδιορισμό της ισχύος του φακού που απαιτείται για την αντιστάθμιση τυχόν διαθλαστικών σφαλμάτων (μυωπία, υπερμετρωπία ή αστιγματισμό).
Έλεγχος πώς τα μάτια εστιάζουν, κινούνται και συνεργάζονται. Αυτή η δοκιμή πρέπει να διεξάγεται δίχως τη χρήση οφθαλμικών σταγόνων ώστε τα μάτια να αντιδρούν υπό κανονικές συνθήκες.

Στρατηγικές αντιμετώπισης

Οι στρατηγικές για την ανακούφιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με την DES αφορούν στην εργονομική χρήση ψηφιακών συσκευών. Πιο συγκεκριμένα συστήνεται:
1. Ο μέσος ημερήσιος χρόνος χρήσης της οθόνης θα πρέπει να μειωθεί σε ένα λογικό όριο (≤4 ώρες ημερησίως).
2. Να εφαρμόζονται βέλτιστες πρακτικές στη χρήση των ψηφιακών συσκευών, όπως κατάλληλο φωτισμό του χώρου, εργονομική θέση των συσκευών, προσαρμογή των παραμέτρων εικόνας (ανάλυση, μέγεθος κειμένου, αντίθεση, φωτεινότητα).
3. Να γίνονται συχνά διαλείμματα, το βέλτιστο με τον κανόνα 20-20-20 (διάλειμμα 20 δευτερολέπτων, κάθε 20 λεπτά με εστίαση των ματιών σε μακρινό αντικείμενο 20 μέτρα μακριά). Τα συχνότερα μικρά διαλείμματα των 5-10 λεπτών είναι καλύτερα από ένα μεγάλο διάλειμμα 2-3 ωρών.
4. Συχνό ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες ανάπτυξης της ξηροφθαλμίας.
5. Η καθιστή θέση σε γραφείο ή τραπέζι με την οθόνη σε απόσταση περίπου 50 εκατοστών από τα μάτια, με το ύψος της οθόνης να βρίσκεται 15-20ο χαμηλότερα από τα μάτια (Εικόνα 1).
6. Η ρύθμιση της αντίθεσης γύρω στο 60-70% θεωρείται γενικά άνετη. Η φωτεινότητα πρέπει να ρυθμιστεί ανάλογα ώστε το φως που προέρχεται από τις οθόνες να ταιριάζει με το φως στον περιβάλλοντα χώρο εργασίας. Οι αντιθαμβωτικές οθόνες μπορούν επίσης να βοηθήσουν μειώνοντας την ποσότητα του φωτός που ανακλάται από τις οθόνες. Θα πρέπει να επιλέγεται μια ευανάγνωστη γραμματοσειρά μεγέθους τουλάχιστο 12, κατά προτίμηση σε σκούρο χρώμα με ανοιχτό φόντο. Περιβάλλοντα με φωτισμό πάνω τα 1000 lx είναι γνωστό ότι μειώνουν την απόδοση του χρήστη.
7. Η παρακολούθηση χρόνου χρήσης ψηφιακής συσκευής επιτρέπει την αποφυγή της υπερβολικής χρήσης και ενθαρρύνει να αφιερώνεται λιγότερος χρόνος σε αυτή.
8. Η διόρθωση του διαθλαστικού σφάλματος και η χρήση γυαλιών με αντιανακλαστική επίστρωση.
9. Η σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις επιπτώσεις της υπερβολικής χρήσης της οθόνης και η ενθάρρυνση πρακτικών πιο υγιεινού τρόπου ζωής.
10. Οι γονείς να συμβουλεύονται να παρακολουθούν τη χρήση της οθόνης στα παιδιά και να επιδιώκουν περισσότερο οικογενειακό χρόνο.
11. Να ενθαρρύνετε τα παιδιά για υπαίθρια δραστηριότητα ψυχαγωγίας.

Γυαλιά του κυανού φωτός

Πρόσφατα έχει προταθεί ότι το κυανό φως που εκπέμπεται από τις ψηφιακές οθόνες μπορεί να είναι αιτία της DES, μολονότι δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Τα γυαλιά μπλε φωτός έχουν φακούς με ειδική επίστρωση που φιλτράρει το μπλε φως, ώστε να μειώνουν την ποσότητα του κυανού φωτός που εισέρχεται στα μάτια, το οποίο θεωρείται
ότι συμπεριλαμβάνεται στα αίτια της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών. Ορισμένοι ερευνητές, ισχυρίζονται ότι η χρήση αυτών των γυαλιών μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών, όπως πονοκεφάλους, θολή όραση και ξηροφθαλμία. Εντούτοις άλλοι, δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη. Συνεπώς, παρόλο που υπάρχουν ορισμένα στοιχεία ότι τα γυαλιά μπλε φωτός μπορεί να είναι χρήσιμα για τη μείωση της ψηφιακής καταπόνησης των ματιών, απαιτείται περισσότερη έρευνα για τη εξακρίβωση της αποτελεσματικότητάς τους. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν είναι όλο το μπλε φως επιβλαβές και ότι κάποιο μπλε φως είναι πραγματικά απαραίτητο για τη ρύθμιση του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης. Το κυανό φως θεωρείται γενικά ότι περιλαμβάνει μήκη κύματος μεταξύ 380nm και περίπου 500nm. Ευτυχώς, ο ανθρώπινος αμφιβληστροειδής προστατεύεται από την ακτινοβολία των βλαβερών βραχέων κυμάτων, από τον κερατοειδή που απορροφά μήκη κύματος κάτω των 295nm και τον κρυσταλλοειδή φακό που απορροφά κύματα κάτω από 400nm.39 Η έκθεση σε μπλε φως με μήκος κύματος 400–500nm μπορεί να είναι επιβλαβής στον αμφιβληστροειδή, ιδιαίτερα σε οξείες ποσότητες, με τη μέγιστη βλάβη να παρατηρείται γύρω στα 440nm.40,41 Επίσης, η μεγαλύτερη διάρκεια έκθεσης ακόμη και σε φως μικρότερης έντασης μπορεί πάλι να προκαλέσει φωτοχημική βλάβη. Παρά τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί για το μπλε φως που εκπέμπεται από τις ψηφιακές οθόνες, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τα επίπεδα του μπλε φωτός από τέτοιες συσκευές είναι εξαιρετικά χαμηλά ώστε να προκαλούν βιολογικό κίνδυνο, ακόμη και σε παρατεταμένη θέαση.

Συμπεράσματα

Η ψηφιακή καταπόνηση των ματιών έχει αυξηθεί από την έναρξη της πανδημίας COVID-19 με επιπολασμό που κυμαινόταν από 5 έως 65% στην προ-covid εποχή σε 80–94% μετά την πανδημία. Η ξαφνική αύξηση της της χρήσης της έχει οδηγήσει σε άλλες σιωπηλές πανδημίες όπως τη ψηφιακή καταπόνηση των ματιών, τη μυωπία, τα μυοσκελετικά προβλήματα, τη παχυσαρκία κ.λπ. Η χρήση άνω των 4 ωρών/ημέρα, τα υποκείμενα διαθλαστικά σφάλματα, και η προηγούμενη ξηροφθαλμία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου που προδιαθέτουν σε DES. Το μπλε φως που εκπέμπεται από τις ψηφιακές οθόνες θεωρείται ότι συμβάλλει στην ψηφιακή καταπόνηση των ματιών, ωστόσο δεν είναι όλο το μπλε φως επιβλαβές.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας, με στόχο την ευαισθητοποίηση και την εφαρμογή εργονομικών πρακτικών, ώστε να μέτρα πρόληψης να διαδοθούν στο κοινό, ειδικότερα στις ομάδες υψηλού κινδύνου όπως είναι οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές.

Share with your friends